Ένας πόνος στο στομάχι οξύς και βαθύς-σαν μαχαιριά- που δεν περνούσε ό,τι κι αν έπινα, έπαιρνα ή έκανα. Ηρεμούσε πολύ λίγο με τον ύπνο μα μόλις ξυπνούσα, πάλι απ’ την αρχή. Είχα φτάσει στο σημείο να πίνω νερό και να μου καίει τα σωθικά. Ένιωθα σαν να μου τρυπούσαν το στομάχι με καρφιά, ένα αδιάκοπο μάγκωμα με τανάλια που κράταγαν σφιχτά, όλα όσα πίστευα για αθώα. «Νεύρωση στομάχου» είπε ο γιατρός. Φάρμακα και ξανά φάρμακα. Δεν μου έκαναν τίποτα. Ήθελαν να κάνω γαστροσκόπηση, δεν μπορούσα. Η αίσθηση του καλωδίου που περνάει από τη μύτη, μου προκαλούσε εμετό.
«Δεν φαίνεται να έχεις κάτι παθολογικό. Ψυχολογικό είναι κοπέλα μου, πρέπει να ηρεμήσεις» μου είπε ο γαστρεντερολόγος που μου έκανε υπέρηχο. Μα πώς να ηρεμήσω; Δεν ξέρω κανέναν που να τον έριξαν από τον έβδομο στο ισόγειο μέσα σε μια νύχτα και να ηρέμησε. «Βγάλε εντελώς αυτά τα άτομα από τη ζωή σου και πήγαινε αν μπορείς ένα ταξίδι. Μόνο έτσι έχεις ελπίδα να ηρεμήσεις» μου είπε μία φίλη ψυχολόγος. Κι έτσι έκανα. Εκείνο το καλοκαίρι, πήρα το παιδάκι μου και με τα φάρμακα για το στομάχι παραμάσχαλα, φύγαμε για το Πόρτο Χέλι.
Είχα 4 χρόνια να κάνω διακοπές και εκείνη τη χρονιά, είχα περάσει ένα δύσκολο διαζύγιο και μια ξαφνική μετακόμιση που μου έπεσαν βαριά. Στις διακοπές το παιδί πέρναγε καλά κι εγώ κοιμόμουν λίγο παραπάνω, οπότε είχα αρχίσει να ξεκουράζομαι. Για κακή μου τύχη, ο μικρός έπαθε γαστρεντερίτιδα τη τρίτη μέρα των διακοπών οπότε γυρίσαμε άρων άρων και την επομένη, έχασα ξαφνικά τον πατέρα μου, από ανακοπή. Αυτή ήταν και η χαριστική βολή.
Το στομάχι μου διαλύθηκε τελείως. Έπαιρνα δεν έπαιρνα φάρμακα, το ένα και το αυτό. Είχα φτάσει να μην τρώω τίποτα και να πίνω μόνο σόδες μήπως χωνέψω τα αμάσητα. «Πρέπει να ηρεμήσεις» έπαιξε την ίδια κασέτα ο γιατρός, την ώρα που μου έγραφε καινούρια συνταγή. Φάρμακα που δεν μου έκαναν τίποτα αφού το μόνο φάρμακο ήταν να τα βγάλω από μέσα μου. Να μιλήσω επιτέλους κι εγώ για μένα που μέχρι τότε μίλαγαν άλλοι. Σώπαινα μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελα άλλες φασαρίες στη ζωή μου. Ήθελα την ησυχία μου, τον ύπνο μου και το χαμόγελό μου. Ήθελα να κοιμηθώ και να ξυπνήσω δίχως πόνους, φάρμακα και μνήμες. Δίχως να τρώω μια μπουκιά και να μου βγαίνει μαύρη.
Έστειλα το παιδί διακοπές με τον μπαμπά του και ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά. Κι όταν δεν δούλευα, κυκλοφορούσα μαυροφορεμένη και μόνη μέσα σε ένα σπίτι. Το στομάχι μου δεν μ’ άφηνε σε ησυχία. Τις περισσότερες μέρες πόναγα. Είχα φτάσει σε σημείο να νιώθω συσπάσεις, σαν κάποιος να το έσφιγγε και να το άφηνε. Αύξησα μόνη μου τη δόση αλλά τίποτα. Τις μέρες που δεν ποναγα, παρακαλούσα μέσα μου να μου είχε περάσει οριστικά αλλά την επομένη ξυπνούσα χειρότερα από πριν. Η ψυχολόγος μου, κάθετη: «Αν θες να βρεις την υγειά σου, βγάλε αυτά τα άτομα από τη ζωή σου…χθες». Και τα έβγαλα. Τα τράβηξα απότομα σαν τραυμαπλάστ και τα’ βγαλα…
Το πρώτο διάστημα ήταν παράξενο. Δεν ήξερα αν είχα κάνει το σωστό. Βλέπεις έχω κι αυτό το κόλλημα του «να μην αδικήσω κανέναν» που στο τέλος με καβαλάνε και καταλήγω να αδικώ τον εαυτό μου. Άκουσα και είδα ένα κάρο πράγματα που ουδεμία σχέση είχαν με τη πραγματικότητα. Κανείς δεν νοιάστηκε τί αντίκτυπο θα είχε όλο αυτό σ’ εμένα κι αν εγώ πάλευα με κάτι τόσο σοβαρό, απλούστατα γιατί σχεδόν ποτέ κανείς δεν σκέφτεται λίγο και τους άλλους. Το μόνο που ήθελα ήταν την ησυχία μου για να μπορώ να εργαστώ και να μεγαλώσω το παιδί μου και πλήρωνα ακριβά γι’ αυτό. Ναι τόσο συμβατικά, μικροαστικά και αυτονόητα ήταν τα όνειρά μου.
Πέρασε ο καιρός και πήρα την απάντησή μου: Είχα κάνει το σωστό. Το στομάχι μου δεν με πονούσε πια καθημερινά, με πονούσε όμως αρκετά συχνά δηλαδή όποτε αγχωνόμουν ή στενοχωριόμουν. Αν συνέβαινε κάτι άσχημο, ακόμα κι αν δεν ήταν κάτι τραγικό, με έπιανε και έκανε μια εβδομάδα να με αφήσει. Είχα σταματήσει τα φάρμακα και είχα αρχίσει να δοκιμάζω διάφορες εναλλακτικές, από μαστίχα και παγωμένο γάλα μέχρι ξινόμηλα και ανθρακούχα νερά. Κάτι γινόταν αλλά για λίγο, μετά πάλι απ΄την αρχή. Ο ύπνος με βοηθούσε κάπως, όμως όταν ξυπνούσα το πρωί και έτρωγα έστω μια φρυγανιά, με έπιανε ξανά. Η καθημερινότητά μου είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. Δεν μπορούσα να κάνω απλά πράγματα, από το να βγω ή να φάω μέχρι να δω μια ταινία ή να κοιμηθώ. Πράγματα που κάνουν οι περισσότεροι, για΄μένα ήταν βουνό.
Μέχρι που τα περασμένα Χριστούγεννα, ήρθε ο φίλος μου σπίτι και με βρήκε διπλωμένη στα δύο, στον πάγκο της κουζίνας, να προσπαθώ να ανοίξω τη κούτα με τα φάρμακα. Υπέφερα. Είχαμε ετοιμάσει τα παιδιά να πάμε βόλτα κι εγώ δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Έτσι απλά, χωρίς να γίνει τίποτα, χωρίς να αγχωθώ, να στενοχωρηθώ ή να μαλώσω.
«Τί μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;» με ρώτησε. «Μια ήρεμη ζωή χρειάζομαι. Μπορείς να μου τη δώσεις;» απάντησα. Και μου την έδωσε (οκ σχεδόν :p ). Τα ταξίδια, οι εξορμήσεις, τα πολλά διαφορετικά μέρη που πηγαίναμε, με βοήθησαν πολύ όπως και το γεγονός ότι είχα στη ζωή μου έναν άνθρωπο ήσυχο και γελαστό, που με καταλάβαινε χωρίς να με κρίνει. Που δεν μου έκανε το στομάχι κόμπο με τα λάθη του.
Έκτοτε δεν με ενόχλησε ξανά. Ακολούθησαν και άγχη και στενοχώριες και κούραση και παρεξηγήσεις αλλά το μόνο που ένιωθα στο στομάχι πού και πού, ήταν ένα μικρό τσίμπημα. Όταν βγαίνεις απ’ τη κόλαση, καλύτερα από πριν, δεν γίνεται να μην τσιμπηθείς για να δεις αν ονειρεύεσαι.
Υστερόγραφο 1: Το πρόβλημα προφανώς δεν έχει περάσει ούτε πρόκειται. Η νεύρωση στομάχου αν τη πάθεις μια φορά, επιστρέφει δριμύτερη σε κάποια επόμενη δυνατή συγκίνηση. Απλά τώρα είναι σε καταστολή.
Υστερόγραφο 2: Το καλύτερο φάρμακο για τα ψυχοσωματικά είναι η αγάπη των ανθρώπων σου. Αν καταλάβεις ότι κάποιος από αυτούς δεν σε στηρίζει, κράτα τον μακριά σου για να έχεις την υγειά σου.
Υστερόγραφο 3: ΅Επειδή δεν ξέρεις τί περνάει ο άλλος στους 4 τοίχους του σπιτιού του, τί ζει και τί αισθάνεται, καλό είναι να βγάζεις λίγο τον σκασμούλη. Ναι σ’ εσένα το λέω που νομίζεις πως με ξέρεις. Κι αν δεν μπορείς με τίποτα να τον βγάλεις, κράτα την αποψάρα σου για τη πάρτη σου, αφού έτσι κι αλλιώς, δεν κοιτάζεις τίποτα άλλο, πέρα από αυτή.
Υστερόγραφο 4: Να τα βγάζετε από μέσα σας, να μιλάτε. Ακόμα και τη σιωπή, μπορεί να στη χρεώσουν.