Καθίστε τώρα και θα σας πω μια ιστορία.
Πριν απο λιγο συναντησα στο ξενοδοχειο μια παλια γνωστη. Την Ανέτα. Είχε 4 χρόνια σχέση με έναν παλιό μας φίλο, τον Μιχάλη. Μεγάλος έρωτας, τον έζησα από πολύ κοντά. Γνωρίστηκαν σε ένα γάμο που ήμουν κι εγώ καλεσμένη. Ταιριαστο ζευγάρι, χαρούμενο όλες τις φορές που τους θυμάμαι. 4 χρόνια μετά η Ανέτα ήθελε οικογένεια. Ο Μιχάλης οχι.
«Δεν έχω λεφτά για γάμους» έλεγε αλλά όλοι ξέραμε πως τα λεφτά ήταν δικαιολογία όπως η απόσταση για τον ερωτευμένο. Το ζευγάρι χώρισε, η είδηση μας ξάφνιασε. Πάνω που πήγαν να τα ξαναβρουν, της Ανέτας-δασκάλα στο επάγγελμα- της ήρθε μετάθεση για τη Σύρο. Εδώ γνώρισε έναν άλλον, δάσκαλος κι αυτός, που ήθελε οικογένεια και παιδιά. «Μιχάλη σ αγαπώ αλλά γνώρισα κάποιον κι αυτός θέλει οικογένεια. Δεν τον αγαπώ όπως εσένα αλλά θέλω παιδιά» του είπε κι εκείνος της έκλεισε το τηλέφωνο. Η Αννέτα παντρεύτηκε τον δάσκαλο και όλη η παρέα του Μιχάλη έπεσε να τη φάει «Δεν τον αγαπούσε!» έλεγε ο ένας. «Τον κορόιδευε!» έλεγε ο άλλος. Εγώ διαφωνούσα με όλα αυτά.
Όσο συμβατικά και μικροαστικά κι αν φάνταζαν τα θέλω της-γιατί σήμερα το να λες πως θέλεις οικογένεια, αυτόματα σε κατατάσσει στους μπανάλ- η Ανέτα ήταν ξεκάθαρη μαζί του εξαρχής. Δεν προσπάθησε να τον εκβιάσει, δεν τον πίεσε να δεχτεί τα θέλω της. Δεν μπορούσε όμως και να κάνει εκπτώσεις στα δικά της.
Σήμερα 10 χρόνια μετά, την είδα με τα δυο παιδιά της και τον άντρα της. Τον δάσκαλο. Είναι καλά. Και είναι καλά γιατί ξέρει τί θέλει από τη ζωή της και το διεκδικεί. Ο Μιχάλης έκτοτε δεν έκανε άλλη σχέση. Ίσως γιατί δεν την ξεπέρασε ή γιατί τελικά αυτό ήταν που ήθελε από τη δική του τη ζωή.
Κι έτσι με κάποιο μαγικό τρόπο μπήκαν όλα στη θέση τους. Όπως μπαίνουν πάντα όταν οι άνθρωποι ξέρουν τί ζητούν και προς τα που πηγαίνουν (μεγάλος έρωτας είναι αυτός που οι άνθρωποι που τον αποτελούν, θέλουν και κυνηγούν τα ίδια πράγματα. Και ο έρωτας της Ανέτας και του Μιχάλη δεν ήταν τέτοιος τελικά…)