Ξυπνάω το πρωί, μου τρίβεις τα πόδια με τα πόδια σου κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
Χώνομαι στην αγκαλιά σου, σου λέω μια χαζομάρα και γελάς.
«Μαλώνουμε» ποιος θα πάει το παιδί σχολείο και σηκώνομαι να το πάω εγώ.
Θες καφέ; σε ρωτάω.
Γνέφεις καταφατικά τάχα ότι ντρέπεσαι.
Σαν μικρό παιδί που θέλει κι άλλη σοκολάτα.
Τί καφέ; σε ρωτάω χαζογελώντας τάχα μου ότι μπερδεύω τον καφέ σου με αλλουνού και με κοιτάς με φρύδι σηκωμένο.
Γελάμε.
Άλλη μια μέρα άρχισε μαζί σου.
Θεέ μου είμαι τόσο τυχερή!
Πάω το παιδί σχολείο και βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.
Περιμένεις σαν το πιστό σκυλί στον καναπέ παίζοντας με το κινητό σου.
Κάνω ότι το κατασκοπεύω και γελάμε.
Πιάνω τον κίτρινο δίσκο και σου φέρνω πρωϊνό.
Τον ακουμπάω στα πόδια σου και με φιλάς γλυκά.
Σ’ ευχαριστώ, μου ψιθυρίζεις και σου φιλάω τη μύτη.
Κάθε φορά στο φέρνω και κάθε φορά φιλιόμαστε και λες γλυκά «σ’ ευχαριστώ».
Βλέπουμε τις ειδήσεις στο κινητό, σχολιάζουμε το facebook, τί είπε ο ένας τί ο άλλος.
Σε κράζω που τρως ένα κιλό τσουρέκι μόνος σου, κοντεύεις να πνιγείς από τα γέλια.
Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.
Με κοιτάς από τον καναπέ και μου χαμογελάς.
Σ’ αγαπώ, σου λέω, κι εγώ πολύ μου λες.
Η λέξη «μωρό μου» μια καθημερινότητα στο σπίτι μας.
Το ίδιο τα γέλια, οι βόλτες, και οι χαρούμενες φωνές.
Παντού στους τοίχους ένα διάχυτο «μαζί», μια αγκαλιά κι ένα τεράστιο Σ’ αγαπώ που σκέπασε κάθε εμπόδιο της κοινής ζωής μας.
Που λύγισε κάθε πρόβλημα, κάθε πρώην και κάθε δυσκολία.
Έλεγα…
Ξυπνάω το πρωί με μάτια πρησμένα από το κλάμα.
Τα πόδια μου τρίβει το παιδί που προσπαθεί να με κάνει να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Κοιτάζω το άδειο μαξιλάρι δίπλα μου και κλαίω.
Αναρωτιέμαι αν σου λείπω, αν ξυπνάς καλά, αν είσαι ευτυχισμένος.
Ρίχνω κρύο νερό στο πρόσωπό μου και με καίει.
Βάζω στο αμάξι το παιδί για να το πάω σχολείο.
Στον δρόμο ακούω το τραγούδι μας και ένα δάκρυ τρέχει μόνο του πίσω απ’ τα μαύρα μου γυαλιά.
Όλα έγιναν μαύρα.
Και όλα έγιναν γυαλιά.
Γυαλιά που μπήχτηκαν στη ζωή μου.
Ράγισα και κόβω.
Γυρίζω σπίτι και δεν θέλω να γυρίσω.
Είναι η γωνιά του καναπέ μου, άδεια από εσένα.
Σωριάζομαι στο μαξιλάρι σου, μυρίζω τα μαλλιά σου, κλαίω με αναφιλητά, δεν τρώω τίποτα.
Καπνίζω όνειρα, τινάζω στάχτες.
Ο δίσκος έγινε τασάκι και το γεμίζω κάθε μέρα μέχρι πάνω.
Δεν με γεμίζει τίποτα χαρά.
Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη καμπύλη που έκανες εσύ, στο πρόσωπό μου.
Κάθε μέρα που περνάει, ροκανίζει ένα κομμάτι μου για να το φέρει έξω απ’ την πόρτα σου.
Μέχρι ν΄ ανοίξεις και να βρεις τις σκόρπιες σάρκες μου, στα σκαλιά σου.
Πόσες φορές είμαι στο τσακ να πάρω το αμάξι να΄ρθω να σε βρω.
Να τρέξω με 200 στην Εθνική, μήπως ο αέρας στεγνώσει τις αναμνήσεις απ’ τα μάτια μου.
Θέλω να μείνω μόνος, ηχεί στ’ αυτιά μου σαν επικήδειος.
Σαν χέρι που έριξε την τελευταία χούφτα χώμα πριν θάψεις όσα ζήσαμε, στη γη.
«Μαμά νομίζω παθαίνω έμφραγμα» είπα ένα βράδυ στη μητέρα μου.
Με πόναγε η καρδιά μου κι είχε μουδιάσει το χέρι μου.
Κρίση πανικού, μου είπαν.
Κάθε μέρα που περνάει, βλέπω όλο και πιο κοντά το τέλος μου.
Ζούσαμε σε ένα σπίτι με γέλια βόλτες και χαρές.
Και τώρα κάθομαι πια μόνη στο σκοτάδι με μια αναμμένη τηλεόραση που δεν βλέπει κανείς.
Δεν νιώθω το σώμα μου, δεν νιώθω τη ζωή μου.
Δεν νιώθω.
Μόνο λιώνω.
Κοιτάζω τις φωτογραφίες μας, θυμάμαι τα αστεία μας και λιώνω.
Έρχομαι σε κόντρα με το κινητό μου.
Το εγώ μου.
Είμαι πάνω από ένα τηλέφωνο, χιλιάδες σκέψεις με τρελαίνουν.
Ένα άλυτο τρίλημμα η ζωή μου χωρίς εσένα.
Να σε πάρω, να ‘ρθω να σε βρω ή να πεθάνω;
Μα δεν μπορώ να πεθάνω.
Γιατί είμαι ήδη νεκρή.
Νέκρωσες το όνειρο και θυμώνω.