Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά μανιασμένα, τινάζοντας με βίαια από το κρεβάτι. Παραπατώντας, ανάβω το φως στον διάδρομο και τρέχω ν’ ανοίξω. Σκοντάφτω στην ξύλινη καρέκλα του χολ. Κατεβάζω τα σχετικά “καντήλια” και φτάνω στην πόρτα. Η Τζένη εισέρχεται μενόμενη, στάζοντας από τον ιδρώτα, αγνοώντας παντελώς το σαστισμένο μου βλέμμα. “Που είσαι, επιτέλους; Τόσες φορές... Πιο πολύ