Η προσευχή, ως πράξη επαφής με το Θεό, αλλά κι ως επαφή με τον ίδιο μας τον εαυτό, τον πυρήνα μας, την ψυχή μου, το μυστικό ταμείο στα βάθη μου, είναι μεγάλο πράμα.
Είναι έργο. Είναι πράξη. Ενώ μένω ακίνητος στην πολυθρόνα, στον καναπέ, ή στο πάτωμα, ταυτόχρονα μέσα μου όλα δουλεύουν.
Είναι απραξία, αλλά και μέγιστη πράξη. Το λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έτσι. Μεγίστη πράξις εστίν η απραξία.
Ισχύει και το αντίθετο: μπορεί όλη μέρα να τρέχεις σα σβούρα, και να νιώθεις ένα άδειασμα, να σου φεύγει όλη η ενέργεια, παρόλο που εξωτερικά φαίνεσαι άνθρωπος ζωντανός και δραστήριος.
Μας έχει περάσει όμως τόσο βαρετά η προσευχή, που δεν τη γνωρίζουμε, δεν τη θέλουμε, δεν μας λείπει.
Την αγνοούμε. Οι πιο πολλοί νομίζουν ότι είναι κάτι που αφορά κυρίως παπάδες, μοναχούς, ή….θεούσους και θεούσες.
Ενώ είναι κάτι τόσο νεανικό, πρωτοποριακό και μοντέρνο, εκπληκτικό και απίστευτα in και προχώ! Όχι πληκτικό.
Είναι επαφή. Άγγιγμα. Ζωή. Φωταψία. Γαλήνη και γλύκα. Σιωπή και βύθιση στην καρδιά του Θεού. Θέα του προσώπου του Χριστού.
Η αγιογραφία, του αγιογράφου Maniatis Dimitris. Η καρέκλα, μάλλον κι αυτή δική του.
Μα τώρα που είναι άδεια, μπορείς να κάτσεις κι εσύ να προσευχηθείς.
Να Του πεις το θέμα σου.