Είναι συχνό στους διάφορους χώρους εργασίας να παρουσιάζονται περιστατικά αντιπαραγωγικής, αντιδεοντολογικής ακόμα και παράνομης συμπεριφοράς τα οποία έχουν δυσάρεστες συνέπειες για το σύνολο του οργανισμού. Οι περιπτώσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας ανήκει σ’ αυτό το είδος ανεπιθύμητων συμπεριφορών.
Όταν αναφερόμαστε σε «σεξουαλική παρενόχληση», εννοούμε όλες εκείνες τις μη επιθυμητές σεξουαλικές συμπεριφορές και απαιτήσεις. Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να είναι λεκτικές ή άλλου τύπου σεξουαλικής φύσης συμπεριφορές. «Η σεξουαλική παρενόχληση δεν περιλαμβάνει ένα αθώο κομπλιμέντο ή εκδήλωση ενδιαφέροντος προς το άλλο φύλο» (Βακόλα & Νικολάου, 2012).
Παρενόχληση συμβαίνει όταν ένα άτομο που ασκεί εξουσία πάνω σε κάποιο άλλο άτομο, στην προκειμένη περίπτωση σε κάποιον/α εργαζόμενο/η, εκφράζει πιεστική συμπεριφορά απέναντί του η οποία θίγει την υπόστασή και την αξιοπρέπειά του και του προκαλεί μεγάλη δυσφορία. Πιο συγκεκριμένα, στη σεξουαλική παρενόχληση, η αποδοχή των σεξουαλικών απαιτήσεων του ανώτερου αποτελεί όρο για να εργαστεί το άτομο που δέχεται την παρενόχληση στον οργανισμό. Επίσης, το αν θα δεχθεί το άτομο αυτές τις απαιτήσεις ή θα τις απορρίψει χρησιμοποιείται σαν βάση για αποφάσεις σχετικά με την εργασιακή του ζωή. Όλες αυτές οι συμπεριφορές προσβάλουν το άτομο και έχουν αρνητική επίπτωση στην αποδοτικότητά του.
Τα άτομα που εκδηλώνουν τέτοιες συμπεριφορές είναι συνήθως άνδρες, οι οποίοι κατέχουν κάποια υψηλή θέση και για να πετύχουν το στόχο τους ζητούν από τον/την εργαζόμενο/η κάποιες σεξουαλικής φύσεως « χάρες» και ως αντάλλαγμα προσφέρουν μια θέση εργασίας ή μια προαγωγή. Όμως «η ανταλλακτική αυτή σχέση, όσο και να διατυπώνεται ως «πρόταση», είναι εκβιαστική, στο βαθμό που η μη ανταπόκριση από την πλευρά του θύματος θα έχει ως συνέπεια την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του» (Βακόλα & Νικολάου, 2012).
Είναι πιθανό, επίσης, σε περιπτώσεις άρνησης των προτάσεων τους, τα άτομα αυτά να χρησιμοποιήσουν εκβιασμούς, εκφοβισμούς, πιέσεις και απειλές. Από έρευνες φαίνεται ότι ένα τεράστιο ποσοστό γυναικών που δέχονται σεξουαλική παρενόχληση στη δουλεία τους δεν το αναφέρουν από φόβο μήπως χάσουν τη θέση τους ή για να μη «στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους» (Βακόλα & Νικολάου, 2012).
Δεδομένα ερευνών επιπλέον δείχνουν ότι αυτού του είδους οι εμπειρίες μπορεί να έχουν τραυματικές επιπτώσεις για το άτομο και να προκαλέσουν ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα, όπως συμπτώματα μετατραυματικού άγχους, ναυτία, εξόφληση, δυσκολία στην αναπνοή, πονοκεφάλους κ.α. Εκτός από το άτομο, τα φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης, έχουν δυσάρεστες συνέπειες και για τον οργανισμό καθώς όταν ένα άτομο αντιμετωπίζει τέτοιες εμπειρίες εμφανίζει χαμηλή αποδοτικότητα, ανασφάλεια, δυσφορία και κάνει απουσιάζει συχνά από την εργασία του. Άλλη μια αρνητική συνέπεια για τον οργανισμό είναι η πιθανότητα να αντιμετωπίσει νομικά μπλεξίματα λόγω εκδήλωσης τέτοιων συμπεριφορών από τα μέλη του.
Όσο αναφορά τα οργανωσιακά αίτια αυτού του φαινομένου έχουν να κάνουν με την κουλτούρα και το κλίμα του οργανισμού. Κάποια χαρακτηριστικά του οργανισμού μπορούν να ευνοήσουν τέτοιες συμπεριφορές. Πιο συγκεκριμένα, παίζει ρόλο το αντιλαμβανόμενο κόστος που θα έχει το θύμα αν αποκαλύψει το πρόβλημα, τον αν θα υπάρχουν κυρώσεις για το θύτη και το πόσο σοβαρά θα τον πάρουν αν αποφασίσει να μιλήσει για αυτό. Σύμφωνα με έρευνες κάποιος που έχει την τάση για τέτοιες συμπεριφορές θα προβεί ποιο εύκολα σ’ αυτές όταν παρατηρήσουν κι άλλους να το κάνουν μέσα στον εργασιακό τους χώρο. Επίσης τέτοια περιστατικά μπορεί να συμβούν σε χώρους και επαγγέλματα που οι γυναίκες είναι λιγότερες και πιστεύεται ότι είναι «ανδρικά» επαγγέλματα.
Για αυτούς του λόγους οι οργανισμοί είναι καλό να υιοθετούν κώδικα συμπεριφοράς για αποτροπή τέτοιων συμπεριφορών ώστε να προληφθούν τέτοιες συμπεριφορές. Πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι ανεκτές στον οργανισμό και ότι, αν προκύψουν, ο οργανισμός θα υποστηρίξει τα θύματα με τον καλύτερο τρόπο. Καλό θα ήταν επίσης να πραγματοποιούνται σχετικά σεμινάρια στον οργανισμό για την ενημέρωση των εργαζομένων.
Σημαντικό είναι να πούμε πως υπάρχουν τρόποι αυτά τα περιστατικά μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Οι Βακόλα και Νικολάου (2012) μας λένε πως η Επιτροπή Ίσων Ευκαιριών της ΕΕ προτείνει τα εξής:
-
Να αναφερθεί στο τμήμα διοίκησης ανθρωπίνου δυναμικού ή σε εργαζομένους ανώτερης διοικητικής βαθμίδας ότι η συμπεριφορά του/της συναδέλφου, πελάτη/σας ή προϊσταμένου/ης είναι ανεπιθύμητη και πρέπει να σταματήσει.
-
Να υπάρξει επικοινωνία με το θύτη, προφορική και στη συνέχεια γραπτή, που να τονίζει ότι θα ληφθούν μέτρα αν συνεχιστεί η συμπεριφορά. Η Επιτροπή Ίσων Ευκαιριών τονίζει ότι είναι σημαντικό το θύμα να κρατά καθημερινό ημερολόγιο όπου θα καταγράφει με λεπτομέρειες τα περιστατικά, όπως ώρα, ημέρα, μάρτυρες, κάτι που θα το βοηθήσει αν κάνει καταγγελία.
-
Τα θύματα πρέπει να μιλούν με φίλους στο χώρο εργασίες για να νιώθουν ότι δεν είναι μόνα και για να έχουν μάρτυρες για το δικαστήριο.
-
Αν έχουν συμπτώματα άγχους, μελαγχολίας και ανησυχίας να μιλήσουν στο γιατρό τους.
-
Όλοι/ες είναι υπεύθυνοι/ες για τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός εργασιακού περιβάλλοντος χωρίς διακρίσεις με βάση το φύλο που μπορούν να οδηγήσουν σε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης.
Βιβλιογραφία:
Βακόλα, Μ. & Νικολάου, Ι. (2012). Οργανωσιακή Ψυχολογία και Συμπεριφορά. Αθήνα: Rosili.
Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος μπορείτε να ανατρέξετε στο παρακάτω βιβλίο:
http://www.isotita.gr/var/uploads/PUBLICATIONS/GGIF%20PUBLICATIONS/EGXEIRIDIO-SYMBOULEYTIKIS.pdf