Είμαι υπέρβαρη και παντρεύτηκα τον γυμναστή μου.
Γενικά, αυτό φαντάζει ιδανικό: γυμνασμένος, όμορφος, με έτοιμο πρόγραμμα ασκήσεων και για τους δύο, γυμναστική μέσα στο σπίτι, όποτε και αν θέλω και όλα τα κίνητρα εδώ για να είμαι fit και να ακολουθώ έναν σωστό και υγιεινό τρόπο ζωής. Κι όλα αυτά για μένα, που δεν ήμουν ποτέ «της καλής διατροφής και της άσκησης». Δεν το λέω για να μειώσω το γάμο μου. Είμαι πολύ τυχερή, που παντρεύτηκα έναν φανταστικό άνθρωπο, που είναι τέλειος σύζυγος και πατέρας. Όταν όμως τον πρωτοσυνάντησα, η καριέρα του ως γυμναστής ήταν αυτό, που με «τράβηξε» κατευθείαν κοντά του.
Ο ψυχολόγος μου είχε πει κάποτε: «Παντρευόμαστε τα προβλήματά μας» και εγώ, ανίκανη να δω τον εαυτό μου ως κάτι άλλο, παρά σαν πειραματόζωο, βρήκα κάποιον, που θα μπορούσε να με παρασύρει μαζί του σε έναν πιο σωστό τρόπο ζωής. Μαζί θα μπορούσαμε να χτίσουμε τη ζωή μας φτιάχνοντας την εικόνα μας. Τι άλλο να ζητήσω απ’ τη ζωή;
Τον πρώτο χρόνο της σχέσης μας, ερωτευτήκαμε ενώ προσπαθούσε να με αδυνατίσει. Πεινούσα, όσο δεν έχω πεινάσει ποτέ. Για την ακρίβεια, λιμοκτονούσα. Ζούσα για μήνες με λιγότερες από τις μισές θερμίδες σε σχέση με πριν και πήγαινα με θρησκευτική ευλάβεια δύο ώρες τη μέρα γυμναστήριο. Περπατούσα και από πάνω τρία χιλιόμετρα από και προς το γυμναστήριο για να κάψω πιο πολλές θερμίδες. Λάμβανα τα όλο και δυνατότερα συναισθήματα του για μένα ως ανταμοιβή για το βάρος, που έχανα. Και επειδή τον αγαπούσα, πίστευα, ότι θα μπορούσα να λιμοκτονώ για πάντα, προκειμένου να τον κρατήσω.
Αλλά δεν μπορούσα. Γενέθλια, μετά αργίες, έπειτα διακοπές. Όλο φαγητό, παντού φαγητό, όλοι οι μικροί πειρασμοί της ζωής, τι να κάνω κι εγώ, έχασα το δρόμο μου. Όσο απέφευγα το φαγητό εντελώς, ήμουν εντάξει, αλλά δεν ήξερα πώς να συνδυάσω την προσπάθεια, την άσκηση, τη συνεχή υπομονή και επιμονή να χάσω βάρος, με την ακατανίκητη επιθυμία μου για φαγητό. Έχασα τη μάχη. Μέχρι τη στιγμή, που ο άντρας μου, μου πρότεινε, δύο χρόνια μετά, να παντρευτούμε, είχα πάρει σαράντα κιλά. Δεν φαινόταν να με αγαπά λιγότερο, αλλά με αγαπούσα ΕΓΩ λιγότερο. Ήμουν παχιά. Πάλι.
Ενώ προετοιμαζόμουν για το γάμο μου, την αρχή της δικής μου οικογένειας, ήμουν αντιμέτωπη με το γεγονός, ότι έπρεπε είτε να έρθω σε συμφωνία με το σώμα μου όπως είναι, είτε απλά να είμαι ανορεξική για πάντα. Το πρώτο έμοιαζε να είναι η πιο σωστή απόφαση και έτσι αποφάσισα να θεραπεύσω τη σχέση με το σώμα μου με τον μόνο τρόπο που ήξερα: έρευνα. Ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία του σώματος, παχιά και λεπτά σώματα, κοντά και ψηλά σώματα, δυνατά και αδύναμα σώματα και όλους τους τρόπους, για να αλλάξω το σώμα μου. Έμαθα για την εξέλιξη και την καταστροφή των σωμάτων και πώς οι οργανισμοί μας είναι αξιόλογες μηχανές.
Έτσι για την ιστορία: το βάρος ενός ατόμου τα παλιά τα χρόνια, ήταν προσωπικό θέμα και δεν μιλούσες δημόσια γι’ αυτό. Αυτό άλλαξε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η κυβερνητική διανομή τροφίμων έδινε μειωμένες μερίδες και η περιφέρεια της μέσης έφτασε να αποτελεί ένδειξη πατριωτισμού: όσοι είχαν πιο «γεμάτο» σώμα, εθεωρείτο ότι έπαιρναν το φαγητό από τα στόματα των στρατιωτών και έτσι γεννήθηκε μια εμμονή να είναι κάποιος αδύνατος και να τον κρίνουμε αν δεν έκανε το ίδιο.
Το χάσιμο βάρους έγινε έτσι μια εθνική μορφή ψυχαγωγίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι εφημερίδες έκαναν διαγωνισμούς απώλειας βάρους, τύπου «ο Μεγαλύτερος Χαμένος» με πανεπιστημιακούς «ειδικούς υγείας» ως κριτές. Οι οπαδοί παρακολουθούσαν τα αποτελέσματα των διαγωνισμών στην κυριακάτικη έκδοση κάθε εβδομάδας. Η κατοχή ζυγαριάς στο σπίτι έγινε σύμβολο ευμάρειας, καθώς η γνώση του πόσο ζύγιζε κανείς ανά πάσα ώρα και στιγμή, έγινε ζωτικής σημασίας. Όσοι δεν μπορούσαν να αντέξουν το οικονομικό βάρος μιας ζυγαριάς (στην τιμή των 12,95 δολαρίων τη δεκαετία του ’20 και 180,20 τώρα), μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες «Ζυγαριές των Φτωχών». Και το έκαναν στο «φουλ». Το 1927 το κολλημένο με το βάρος κοινό ξόδευε πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για να ζυγίζεται, το αντίστοιχο ποσό των 68,1 εκατομμυρίων δολαρίων σήμερα.
Η πρώτη επίσημη αναφορά του ιδανικού βάρους για άνδρες και γυναίκες δημοσιεύθηκε από την «Μητροπολιτική Ασφαλιστική Ζωής» το 1942. Την εποχή εκείνη, το ιδανικό βάρος για μια γυναίκα κανονικού ύψους ήταν μεταξύ 52 και 64 κιλών με ρούχα και παπούτσια. 17 χρόνια αργότερα, το 1959, το διάγραμμα αναθεωρήθηκε. Το ιδανικό βάρος για μια γυναίκα κανονικού ύψους είχε μειωθεί σε 49 με 62 κιλά με ρούχα και παπούτσια. Ο αμερικανικός λαός δεν είχε δει αύξηση σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών. Πίστευε ότι αυτό οφειλόταν στις νέες, βελτιωμένες κατευθυντήριες γραμμές, η «βιομηχανία» απώλειας βάρους, όμως, στηριζόταν στο φόβο των Αμερικανών, μη γίνουν υπέρβαροι. Καθώς η βιομηχανία απώλειας βάρους αυξανόταν, το ίδιο πάθαιναν και οι «περιφέρειες». Η Αμερική είναι πλέον μία από τις πιο «παχιές» χώρες του πλανήτη.
Όσο περισσότερο σπούδαζα την ιστορία του σώματός μας, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα, ότι δεν ήμουν καθόλου μόνη στην κατάστασή μου. Είχα γεννηθεί για αυτό. Ο αμερικανικός λαός είναι γεμάτος υπενθυμίσεις ότι μια κοινωνικά αποδεκτή εμφάνιση είναι προϋπόθεση για καλοσύνη, σεβασμό και αναγνώριση.
Η πραγματική αλλαγή, όμως, στη σχέση με το σώμα μου έγινε, όταν άρχισα να σκέφτομαι το λίπος σαν ένα πράγμα, ένα αντικείμενο, σαν ένα άλλο μέρος του σώματός μου, όπως το συκώτι μου ή ο αστράγαλός μου. Μέτρησα λοιπόν το λίπος μου σε μια κλινική και ο γιατρός, μου έδειξε τους αριθμούς. «Έχετε πάρα πολύ λίπος», είπε.
Τόσο ξεκάθαρα, τόσο άκομψα, τόσο αληθινά. Δεν υπήρχε καμία ντροπή στον τόνο του. Δεν μου κούναγε κανένα φανταστικό δάχτυλο. Απλά, είχα περισσότερους λιπώδεις ιστούς, από όσο χρειαζόμουν.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από την πρώτη μου συνομιλία με εκείνο τον γιατρό και θυμάμαι ακόμα να στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και η φωνή του να ακούγεται στο κεφάλι μου: «Έχεις πάρα πολύ λίπος». Ίσως έχει δίκιο. Αλλά δεν με πειράζει. Για πρώτη φορά στα 34 μου, είμαι συμφιλιωμένη με το σώμα μου. Ίσως και να μου αρέσει. Δεν είναι το καλύτερο σώμα, αλλά είναι πιο δυνατό από ό, τι φαίνεται. Έχει κάνει καταπληκτικά πράγματα: ανεβαίνει στα βουνά, ταξιδεύει, παρηγορεί τα αγαπημένα του πρόσωπα και έκανε ένα όμορφο αγοράκι. Είναι απόλυτα ατελές. Ακόμα και ο τέλειος, προσωπικός γυμναστής, άντρας μου το πιστεύει.
Πηγή: refinery29.com