Κλάμα και χαρά. Και μετά ξανά κλάμα και μετά ξανά χαρά. Και μετά ποτό και αφαγία και τσιγάρα. Και μετά γέλιο, και λόγια αγάπης και πεποίθηση ότι μ΄αγαπάς. Η φράση «σκατά μ’ αγαπάς» είναι λίγη για να περιγράψει την πραγματικότητα που αρνήθηκα να δω. Μπες, βγες. Μπες, βγες. Έκανες τη ζωή μου βάρκα-γιαλό και πώς να βγω….
Σου άπλωσα το χέρι και σε σήκωσα. Δικά σου λόγια. Σου στάθηκα κερί αναμμένο, όπως κανείς. Όχι για το ευχαριστώ. Όχι για να μου χρωστάς. Τίποτα δεν μου χρωστάς. Γιατί σ’ αγάπησα στ΄ αλήθεια χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Χωρίς να σου ζητήσω τίποτα ποτέ.
Μια φορά μόνο πήγα να διεκδικήσω κάτι και για μένα και μ’ έφαγε η μαρμάγκα. Ήξερες να με κάνεις να υποχωρώ. Μια εξαφανισούλα σου ήταν αρκετή για να με κάνει να λέω σε όλα ναι.
Ποιόν; Εμένα!
Εμένα που δεν είχα ανάγκη κανένα. Που στάθηκα ολομόναχη στα πόδια μου, τιμή μου και καμάρι μου. Εμένα που πέταξα χρόνια σχέσης από το μπαλκόνι και μην την είδατε, που δεν χαμπαριάζω ούτε εσένα ούτε κανένα. Εμένα που στίβω τη πέτρα και πίνω και το χυμό, μ’ έκανες να μην μπορώ να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.
Ήμουν πάντα εκεί για’ σένα. Σου΄ δωσα το χέρι μου άπειρες φορές, να κρατηθείς, να το παλέψουμε μαζί. Καμία δεν το έπιασες κι αν το ‘κανες κάποια στιγμή, ήταν για λίγο. Στην αρχή νόμιζα πως φοβόσουν. Μετά κατάλαβα. Τα δήθεν άλυτα προβλήματα, είναι το άλλοθί σου. Για να μπορείς να΄ρχεσαι και να φεύγεις, να κλαίγεσαι και να ζεις στο «ναι μεν αλλά», να παριστάνεις τον πνιγμένο μεσοπέλαγα ενώ από κάτω έχεις κρυμμένα τα μπρατσάκια. Για να μην έχω δικαιώματα κι εσύ καθόλου ευθύνες. Για να μπορείς να «μ’ αγαπάς» όποτε θες κι ύστερα «Αφού τα ‘παμε, δεν είμαστε μαζί!». Πράγματι δεν είμαστε μαζί. Για την ακρίβεια, δεν ήμασταν ποτέ. Εγώ ήμουν μαζί σου. Εσύ όχι.
Ήμουν εκείνη που πονούσε με τον πόνο σου, που σου’ λεγε «εγώ είμαι εδώ», που πίστευε σε’ σένα και μη ερεύνα. Εκείνη που σε νοιάζονταν ακόμα κι όταν εσύ ο ίδιος έλεγες πως δεν το άξιζες. «Εγώ δεν είμαι καλός άνθρωπος, τι θες ΕΣΥ μαζί μου;». Δικά σου λόγια. Έλα ντε, τι ήθελα εγώ μαζί σου; Εγώ είμαι Λαίδη. Μάντεψε ποιος είναι ο αλήτης…
Άρχισα πια ν’ αμφισβητώ τα πάντα σου. Τα κίνητρά σου, τα…»αισθήματά» σου, το βάθρο που σ’ ανέβασα, τις «φιλίες» και τις «αλήθειες» σου. Κι εμένα «φίλη» μ’ έλεγες εξάλλου όταν με ξάπλωνες. Ακόμη και το αν ήσουν ποτέ πραγματικά εδώ, αμφισβητώ, και όπου έκατσες κι ακούμπησες, θα το περάσω Άζαξ που τα κάνει αόρατα. Γιατί κι εσύ αόρατος θα είσαι πια για μένα και δεν θα σου επιτρέψω ποτέ ξανά να…μ’ «αγαπήσεις». Κι όταν ακούω το «Ό,τι δίνεις παίρνεις» θα σε θυμάμαι και θα χαμογελώ πικρά.
Ώρα καλή στη πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά μου. Έβαλα πλώρη γι’ άλλες θάλασσες και η βαρκούλα σου, πολύ σαθρή να με κρατήσει.
Διονυσία
Θες να μοιραστείς ανώνυμα τη δική σου ιστορία;
Τη περιμένουμε στο info@singlewoman.gr