Μεγαλώνοντας, οι ρόλοι στο σπίτι είχαν αντιστραφεί. Ο μπαμπάς μου μας φρόντιζε όσο η μητέρα μας εργαζόταν. Η δουλειά της μαμάς μου ήταν πιο επικερδής, οπότε ήταν λογικό ο μπαμπάς να μένει σπίτι να μεγαλώνει εμένα και τον αδερφό μου, όταν ήμασταν ακόμη μικρά για να φροντίσουμε τα ίδια τους εαυτούς μας. Οι φίλοι και οι γείτονες τον αποκαλούσαν «Κύριο Μητέρα», κάτι που εμένα δεν με ενοχλούσε (ίσα ίσα που το καμάρωνα κιόλας), ενοχλούσε όμως πολύ εκείνον, όπως αποδείχθηκε.
Μας μεγάλωσε αρκετά καλά και είχε αναλάβει τα πάντα: Από τις δουλειές του σπιτιού μέχρι και το να μας τρέχει με το αυτοκίνητό του σε όποια δραστηριότητα είχαμε. Δεν λέω ότι η μητέρα μου ήταν απούσα, απλά ο πατέρας μου ήταν περισσότερο παρών στην καθημερινότητά μας λόγω της απαιτητικής της εργασίας. Μας τάιζε, μας έκανε μπάνιο, μας πρόσεχε, μας πήγαινε στην παιδική χαρά και γενικά μας είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου. Ασχέτως του πως ήρθαν τα πράγματα δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι είμαι πολύ τυχερός που είχα και τους δυο μου γονείς στο πλάι μου όσο ήμουν παιδί. Γι’ αυτό τουλάχιστον είμαι ευγνώμων.
Παρόλα αυτά, μία καλή παιδική ηλικία δεν εγγυάται και μία καλή και ποιοτική ενήλικη ζωή. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν στην έκτη Δημοτικού και από τότε με πήρε η κάτω βόλτα. Ο πατέρας μου δεν άντεξε άλλο. Μάζεψε τα πράγματά του, μας άφησε στη μητέρα μας και έφυγε.
Οι μήνες περνούσαν και η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν στην αρχή καλή, μετά μέτρια, κακή και στο τέλος αφόρητη. Έγιναν τόσα πολλά που δεν μου φτάνουν 20 σελίδες για να σας τα διηγηθώ, οπότε δεν έχει νόημα ούτε να σας κουράσω ούτε να βγάλω τα άπλυτα της οικογένειας μου στη φόρα.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, η σχέση μου με τον πατέρα μου έγινε πολύ τοξική στο τέλος.
Έφτασα σε σημείο να τον φοβάμαι, να τον τρέμω. Απέφευγα να πηγαίνω σπίτι του γιατί κάθε φορά γυρνούσε τη συζήτηση στο πόσο «πολυέξοδη» ήμουν και ότι εγώ έφταιγα που ήταν οικονομικά χάλια. Ισχύει ότι σαν παιδί είχα πολλές δραστηριότητες λόγω των πολλών αθλητικών (και μη) ομάδων που συμμετείχα, αλλά όλα αυτά τα έξοδα υπήρχαν και πριν πάρουν διαζύγιο. Δεν προέκυψαν στην πορεία για να μου το «χτυπάει».
Αυτό που με πληγώνει περισσότερο είναι ότι δεν νοιαζόταν για τον αδερφό μου και μένα. Δεν το είπε ποτέ ανοιχτά, αλλά με τον τρόπο του μας είχε κάνει να καταλάβουμε ότι δεν μας ήθελε σπίτι του. Τα Σαββατοκύριακα μας γυρνούσε στη μητέρα μας από Κυριακή μεσημέρι για να μας ξεφορτωθεί ή δεν ερχόταν να μας πάρει καθόλου. Έμοιαζε να μη θέλει να περνάει χρόνο πια μαζί μας, δεν ήταν κοντά μας και δεν συζητούσαμε, όπως παλιά. Εγώ και ο αδερφός μου μεγαλώναμε, όπου να ‘ναι θα ενηλικιωνόμασταν, αλλά εκείνος προτίμησε να βάλει το διαζύγιο πάνω από εμάς και να μας βγάλει από τη ζωή του.
Οι περισσότεροι διαζευγμένοι γονείς δεν θέλουν να αποχωριστούν τα παιδιά τους ούτε για μία μέρα και τσακώνονται μεταξύ τους ή φτάνουν μέχρι τα δικαστήρια για να πάρουν την αποκλειστική επιμέλεια. Εμείς όμως δεν ήμασταν σαν τις άλλες οικογένειες. Ο πατέρας μου δεν μας ήθελε και η μάνα μου προσπαθούσε να μας φορτώσει με το ζόρι τα σαββατοκύριακα, επειδή δεν είχε συνηθίσει να είναι όλες τις μέρες μαζί μας.
Στο τέλος μάζεψα όλα μου τα πράγματα από το σπίτι του και αποφάσισα να μην ξαναπατήσω τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Ήθελα να αποστασιοποιηθώ και να συνέλθω. Ήθελα να καταλάβω τι πραγματικά χρειαζόμουν και δεν νομίζω ότι ήθελα να συμπεριλάβω τον πατέρα μου στα σχέδια μου. Καλύτερα έτσι. Δεν μου αξίζει να μπλέκω συνεχώς σε τοξικές καταστάσεις για να μην πάω κόντρα σε κανέναν και για να μην επιδεινώσω την κατάσταση. Τους αγαπώ πολύ και τους δύο, αλλά η ευτυχία και η ψυχική μου υγεία είναι πιο σημαντικά από τη διατήρηση μιας σχέσης με κάποιον που με πληγώνει και με κρατάει σε απόσταση.
Ο πατέρας μου κατά βάθος δεν είναι κακός άνθρωπος, απλά λίγο παράξενος. Εγώ όμως αρνούμαι να με αντιμετωπίζουν σαν ένα βάρος, σαν μία ταλαιπωρία, σαν να ‘μαι τελευταίος. Όπως είχε πει και ο θρυλικός Dumbledore «είναι οι επιλογές μας και όχι τα ταλέντα μας, που δείχνουν ποιοι πραγματικά είμαστε».