Δεν δεσμευόταν, δεν ήξερε τί θα πει «μένω πιστός».
Ακόμα και όταν παντρεύτηκε, γύρναγε αριστερά δεξιά. Δεν λογάριαζε τίποτα και κανέναν. Καυγάδες επί καυγάδων με τη γυναίκα του, σχεδόν δεν πάταγε στο σπίτι. Κάθε εξάμηνο και με άλλη. Κάθε εξάμηνο και άλλο ψέμα και άλλο παραμύθι και άλλο κέρατο και άλλη εικόνα.
Έδινε πάντα την εικόνα του αδικημένου.
Του θύματος.
Εκείνου που δεν έφταιγε ποτέ σε τίποτα, η τύχη του τα έφερε έτσι. Η βαριά μαύρη του μοίρα.
Κι όταν βαριόταν και του γυάλιζε κάτι άλλο, έφευγε.
Ώσπου ένα καλοκαίρι γνώρισε εκείνη…
Στην αρχή έτσι ξεκίνησε κι εκεί. Μα εκείνη αποδείχτηκε πως ήταν άλλο.
Αυτός άρχισε μαζί της για να κάνει μια απ’ τα ίδια.
Και Ο Θεός απάνω γέλαγε, που ήξερε από πριν πως, ίσως για πρώτη του φορά, θα αγαπούσε αληθινά.
Θα τα κατέστρεφε όλα εννοείται, ήταν η πάστα του αυτή και δεν θα άλλαζε.
Ούτε καν γι΄αυτή που ήταν αλλιώτικη.
Αλλά μετά από εκείνη, έστω και ένα μικρό κομμάτι μέσα του, δεν θα ήταν ποτέ πια ίδιο.
Εκείνη άνοιξε την αγκαλιά της και τον έκρυψε.
Εκείνη τον φρόντισε, τον χάιδεψε, τον κατάλαβε, τον αγάπησε με όλα του τα λάθη και τα ελλείμματα.
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά του, όταν χώριζε.
Εκείνη έβαλε πλάτη όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του.
Εκείνη αγάπησε τα παιδιά του, σαν δικά της.
Εκείνη έτρεχε να κάνει κάθε επιθυμία του πράξη.
Εκείνη τον έριχνε στο φιλότιμο, όταν έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του.
Εκείνη έσβηνε τη φωτιά του, όταν ήθελε να εκραγεί.
Εκείνη συγχωρούσε τα λάθη και τα ψέματά του.
Ακόμα και εκείνα που έκανε πως δεν καταλάβαινε.
Η αγάπη της, η επιμονή της να πιστεύει στην καλή πλευρά του, κοίμισε το αγρίμι μέσα του.
Μα ήταν για λίγο.
Σύντομα, άρχισε να βγαίνει ξανά μπροστά ο εαυτός του.
Άρχισε πάλι να λέει ψέματα, να υποκρίνεται, να κερατώνει.
Στα μάτια της, φερόταν άψογα.
Πίσω της όμως, έκανε πάλι τα δικά του.
Εκείνη το’ξερε αλλά ήλπιζε πως δεν ήταν κάτι σοβαρό.
Πώς θα σταμάταγε.
Πώς θα «ζύγιζε» τα πράγματα και η αγάπη τους, αυτό το τόσο σπάνιο που είχαν μόνο οι δυο τους, θα κέρδιζε στο ζύγι.
Μα αυτός δεν είχε ζύγι.
Είχε μόνο κόμπλεξ.
Να αποδείξει στον εαυτό του πως δεν την είχε ανάγκη.
Ότι μετρούσε σε πολλές.
Η αγάπη της δεν κατάφερε να τον κρατήσει.
Πόσω μάλλον να τον αλλάξει.
Κατάφερε όμως, να του ξυπνήσει μια σταλιά φιλότιμο.
Κι όταν κατάλαβε πως θα την τυρρανούσε, έφυγε.
Έφυγε έτσι ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα.
Με τον πιο άτιμο και άγριο τρόπο.
Σαν εκεί που αγαπιόντουσαν και γέλαγαν, να την πέταξε ξαφνικά απ΄το μπαλκόνι.
Σαν αγρίμι.
Εκείνη έπεσε στα ηρεμιστικά, για να παλέψει τις ημικρανίες.
Εκείνος έπεσε σε άλλη, για να παλέψει τον εαυτό του.
Για να αποδείξει σε όλους ότι έκανε καλά που έφυγε.
Ότι προχώρησε.
Ότι η επιλογή του, ήταν σωστή.
Ότι κούνια που τον κούναγε…
Μα κάτι βράδια αξημέρωτα, αυτός περνούσε κάτω απ’ το σπίτι της.
Κι εκείνη έκανε πως δεν έβλεπε.
Για να πείσει τον εαυτό της, πως τώρα ήταν αλλού κι ευτυχισμένος.
Μα κάτι απογεύματα, εκείνος έβγαινε από άλλα σπίτια.
Κι εκείνη που τον είχε δει τυχαία, έκανε πως δεν είδε τίποτα.
Θα μπορούσε χαλαρά να τον προδώσει, να βγει από πάνω.
Αλλά δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.
Και πάνω απ’ όλα, δεν ήθελε το κακό του.
Έτσι περνούσε ο καιρός.
Μ’ εκείνον να υποκρίνεται πως είναι καλά μέσα του.
Κι εκείνη να γυρεύει άλλες φωτιές για να ξεχάσει.
Μα όσες σχέσεις και αν κάνει αυτός.
Όσες φωτιές και αν γυρέψει εκείνη.
Αυτό που είχαν οι δυο τους, δεν θα το ξαναβρουν.
Θα μου πεις, γιατί να γίνει όλο αυτό;
Γιατί αυτός δεν άντεχε να΄ναι πιστός σε μια γυναίκα.
Κι όταν γνώρισε τη μία, αυτή που άξιζε την πίστη του και το’ ξερε, επέλεξε να φύγει.
Γιατί προσπάθησε να αλλάξει και δεν του’ βγαινε.
Γιατί ήξερε πως τελικά, ήταν πολύ λίγος, για εκείνη.