Πιστεύω με τον δικό μου τρόπο. Θα μου πεις ποιος είναι ο δικός σου τρόπος «μαρή Μαγδάλω;» και θα σου πω ότι προσπαθώ να μη σε πικράνω, να μη σε απογοητεύσω, να μη σε κουτσομπολέψω, να μη σε κάνω να αισθανθείς άσχημα, να μη σε διαβάλλω, να μη σου στάξω άδικη κακία και δηλητήριο. Αυτά για τα οποία μίλησε ο Ιησούς Χριστός και έκανε τόσα διδάγματα.
Όσες φορές πήγα στην Εκκλησία είδα συμπεριφορές από πιστούς απαράδεκτες. Αναρωτήθηκα μέσα μου αν τελικά πιστεύουν και γιατί πάτησαν το πόδι τους στην Εκκλησία; Για να πιουν καφέ μετά με την κυρία Ριτσα απέναντι; Για να δείξουν στη γειτόνισσα πόσο συνετοί είναι; Και τότε γιατί ο άντρας της κυρίας Σούλας που πάει κάθε Κυριακη στην Εκκλησία έβρισε χυδαία έναν οδηγό που τόλμησε να παρκάρει για λίγο (για λιγο βρε ζώον για λίγο) στο «δικό του μερος;».
Και όταν πήγα εγώ να ανάψω κερί και κάτι μου είπε η κόρη μου γιατί ήρθε ο άλλος και μου έδωσε μια ελαφριά κλωτσιά στον κώλο λέγοντάς μου «άντε άντε!» και γιατι όταν η μάνα μου πήγε τις προάλλες στην Εκκλησία μία θεοσεβουμενη της τσίμπησε το πονεμένο χέρι από το εγκεφαλικό της επειδή δε σηκώθηκε την ώρα που έπρεπε; (άκουσον άκουσον!)
Στη δε Θεία Κοινωνία…όσες φορές πήγαινα να κοινωνήσω το παιδί μου έβλεπα τη χολή του κόσμου να προλάβει πρώτος ή πρώτη να μεταλάβει, Πολύ δύσκολα οι κυρίες άνω των 60 έδιναν τη σειρά τους σε μάνες με μωρά στην αγκαλια΄. Το βλέμμα τους δε, πολύ σκληρό.
Στα αντίδωρα; Χαμός! Η απληστία στο έπακρό της. Η άλλη ήρθε με το ακριβό ταγέρ της και με τη σακούλα γέμισε για ένα λόχο (καλή όρεξη βρε!)
Ήθελα από καιρό να τα γράψω αυτά και τώρα που κάποιοι βγάζουν χολή για το αν πιστεύουμε ή όχι ήθελα να πω ότι καλό θα ήταν να μην κρίνει κανένας κανέναν.
Πέρυσι, στη μεγάλη κρίση που είχα με την υγεία μου εναπόθεσα τις ελπίδες μου στο Θεό και στην Επιστήμη. Τελικά, όταν τα πράγματα έδειχναν ότι ίσως πάρω ένα δρόμο χωρίς γυρισμό ένα τηλεφώνημα μιας καλής συναδέλφου, με οδήγησε στο κατάλληλο γραφείο του κατάλληλου γιατρού.
Και εγένετο φως…