Ήμασταν παντρεμένοι 10 χρόνια και 3 χρόνια σχέση. Σχεδόν από την αρχή του έγγαμου βίου είχαμε προβλήματα. Στον τρίτο χρόνο έκανα την πρώτη προσπάθεια να χωρίσω, όμως οι γονείς μου πήραν το μέρος της γυναίκας μου και με απέτρεψαν. Σκέφτηκα ότι ίσως ο ερχομός ενός παιδιού βελτίωνε τα πράγματα αλλά ήταν μεγάλο λάθος.
Μετά τον πρώτο καιρό από τον ερχομό του παιδιού τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Ήμουν οδηγός και δούλευα σχεδόν 12-13 ώρες καθημερινά ενώ έκανα κάποια έξτρα σε άλλη δουλειά τα Σαββατοκύριακα για να τα καταφέρνουμε. Δεν κάναμε τη μεγάλη ζωή αλλά ήμασταν καλά. Η γυναίκα μου δούλευε περιστασιακά ή καθόλου όμως δεν με ενοχλούσε αφού φρόντιζε το παιδί.
Η κατάσταση ξέφυγε όταν οι δικοί της, της έβαζαν λόγια ότι αργούσα επειδή είχα ‘’γκόμενα’’ και πολλά άλλα. Επειδή η αδερφή της και πολύ περισσότερο η μάνα της είχαν αποτύχει στις οικογένειες τους, δεν ήθελαν εκείνη να πετύχει για να μη φανεί η ανικανότητα τους. Έτσι όταν γυρνούσα σπίτι μου ‘’πέταγε’’ το μωρό και μου έλεγε ‘’σειρά σου είναι, εγώ το είχα όλη μέρα’’.
Την άλλαζα, την έκανα μπάνιο, την τάιζα και την κοίμιζα παρόλη την κούραση που είχα. Άλλωστε μου άρεσε να ασχολούμαι με το παιδί. Δεν ήταν όμως το τι μου έλεγε αλλά το πως, λες και δεν ήμουν στη δουλειά, αλλά γυρνούσα στα μπαράκια. Ακόμα και τα βράδια εγώ είχα το νου μου στο παιδί αν κλάψει, αν θέλει νερό, να την αλλάξω ή γιατί της έφυγε η πιπίλα. Εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα στον ύπνο της. Φυσικά το πρωι δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά με αποτέλεσμα να κινδυνεύω όχι μόνο εγώ αλλά και ο συνοδηγός μου αλλά και οδηγοί που κινούνταν κοντά μου.
Πλέον από ένα σημείο και μετά η μόνη μου σκέψη ήταν να αυτοκτονήσω, απλά δεν άντεχα άλλο. Κάθε βράδυ έμενα ξάγρυπνος να κοιτάζω το μωρό μου να κοιμάται και να κλαίω, ήθελα να την πάρω μαζί μου, είχα σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια, απλά θα την έπαιρνα αγκαλιά και θα ανέβαινα στην ταράτσα, θα την έκανα μια σφιχτή αγκαλιά και θα πήδαγα μαζί της, όχι για εκδίκηση προς την πρωην, αλλά για να ήμασταν μαζί για πάντα.
Δεν ξέρω γιατί άλλαξα γνώμη. Ειλικρινά δεν θυμάμαι.
Μια μέρα ήμουν μόνος σπίτι και δεν ξέρω πως αλλά σκέφτηκα ότι ήρθε η ώρα. Δεν το είχα προσχεδιάσει αλήθεια, κλείδωσα και πήρα ότι χάπια βρήκα μπροστά μου. Αυτό ήτα. Μετά από λίγο τα πάντα σκοτείνιασαν, τελευταία αίσθηση ήταν να κρυώνω (Ιούλιος) και να έχουν μουδιάσει τα άκρα μου. Μετά ‘’ξύπνησα’’ από φωνές, άκουγα τα πάντα αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω . Τα μάτια μου τα άνοιξα πια στο νοσοκομείο. Προληπτικά με έβαλαν στην ΜΕΘ για 2 μέρες και μετά άλλες 5 σε θάλαμο. Θυμάμαι ακόμα το ύφος της ψυχιάτρου πως γούρλωσε τα μάτια όταν την πρώτη μέρα στον θάλαμο με επισκέφτηκε για μερικές ερωτήσεις και όταν με ρώτησε αν μετάνιωσα η απάντηση μου ήταν όχι. Έπειτα έμεινα περίπου ένα μήνα στην ψυχιατρική πτέρυγα ύστερα από πρόταση που μου έκαναν.
Αργύρης