«Περίμενέ με να χωρίσω» είπες. Κι όλα στα μέτρα σου λοιπόν.
Εσύ να προχωράς τη ζωή σου κι εγώ να μένω πίσω, στα κρυμμένα.
Εσύ να κοιμάσαι, να τρως, να πίνεις, να πηδάς σε άλλη αγκαλιά κι εγώ να μην έχω τίποτα παρά την αγκαλιά παρτ τάιμ, τη δική σου.
Όποτε σε βολεύει να υπάρχουμε.
Στον χρόνο σου, στον τόπο σου, στα μέτρα τα δικά σου.
Εσύ να έχεις 500 γκόμενες κι εγώ κανέναν.
«Περίμενέ με να χωρίσω» είπες και γέλασαν οι χωρισμοί του κόσμου όλου.
Και η αγάπη ακόμα που σου είχα, γέλασε κι αυτή.
Γιατί σε περίμενα ήδη μια φορά και είδα.
Και τα΄ βαλα με όλους για σένα.
Και στιγματίστηκα.
Και εκτέθηκα.
Και λύγισα.
Και γονάτισα.
Και χάλασα τη ζωή μου, την υγεία μου, την ψυχή μου, που τόσο απλόχερα σου έδωσα χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Και είπα «Δεν είναι αυτός που λέτε, έχει και καλή πλευρά».
Τελικά, όντως δεν είσαι αυτός που λένε.
Είσαι χειρότερος.
Ως εδώ λοιπόν, τα μέτρα τα δικά σου, φίλε μου.
Τώρα ζω με τα δικά μου.
Και τα δικά μου, λένε να μην περιμένω ποτέ τίποτα και κανέναν.
Γιατί όταν μπαίνεις σε αναμονή απ’ την αρχή, σε αναμονή θα μείνεις.
Ο άνθρωπος που σ’ αγαπά, αφήνει τα πάντα για’ σένα και σε διεκδικεί.
Ο άνθρωπος που αγαπά μόνο τον εαυτό του, και ίσως ούτε καν αυτόν, σε αφήνει σύξυλη να αναρωτιέσαι κι ύστερα γυρίζει και διεκδικεί και τα ρέστα.
Πάρε τους όρους και τα μέτρα σου, τις άκυρες υποσχέσεις και τα μεγάλα λόγια σου και κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ: βάλτα εκεί που ξέρεις…
Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά που βάλθηκες να μου φορέσεις.
Ούτε η ταμπέλα του θύματος που κόλλησες στο κούτελο, μ΄αγγίζει.
Η κλάψα ότι σ’ απέρριψα, ότι δεν σ’ αγαπώ.
Το ύφος του θιγμένου, τάχα ότι σ’ αδίκησα.
Όταν πρώτος εσύ ο ίδιος, αδικείς τον εαυτό σου.
Δεν σε πιστεύω πια.
ΚΑΝΕΙΣ δεν σε πιστεύει.
Ούτε καν εσύ δεν σε πιστεύεις.
Γιατί αν πίστευες απ’ την αρχή σ΄εσένα, δεν θα κεράτωνες αβέρτα.
Και δεν θα φτάναμε ως εδώ…
Εγώ πλέον, παίζω στη ζωή μου, με τους δικούς μου όρους.
Η φυγή σου και το φέρσιμό σου, μου τα έμαθαν αυτά, με τον πιο σκληρό και άτιμο τρόπο.
Και οι δικοί μου όροι λένε πως δεν είμαι το αποκούμπι κανενός.
Μια φορά έγινα δεύτερη. Και τρίτη. Και δέκατη πέμπτη.
Γιατί όσο πέρναγε ο καιρός, αντί να ανεβαίνω αύξοντα αριθμό στη ζωή σου, εγώ κατέβαινα.
Εγώ, η καλύτερη κοπέλα που γνώρισες όπως είπες….
Φαντάσου να ήμουν η χειρότερη τί θα’ κανες…
Κι έτσι τώρα σε ξέρω.
Κάποτε σ’ αγάπησα.
Μα τώρα πια σε ξέρω.
Δεν γουστάρω πια να υποφέρω….