Το κείμενο που ακολουθεί το αναρτώ κάθε καλοκαίρι. Πείτε ότι είναι μια υπόσχεση. Είναι γραμμένο από ένα παλικάρι που λεγόταν Άννα Μαρία Βαγή, που η πένα της ήταν ένα μεταξωτό καλοτροχισμένο ξίφος, σε ένα από τα τελευταία καλοκαίρια της. Ο καρκίνος την σκότωσε αφού πρώτα έδωσε μια μάχη γιγάντια εναντίον του ισάξια του χαρακτήρα της. Ω, και πιστέψτε με είχε χαρακτήρα!
Το facebook εκτός από βιτρίνα της αυταρέσκειάς μας είναι και ένα σουρεαλιστικό κοιμητήριο. Βρίσκεις στην ηλεκτρονική ταφόπλακα γραμμένα μηνύματα σε πραγματικά πακέτα τσιγάρων Καρέλια. Και ξαφνικά νιώθεις τόσο μαλάκας που η ζωή περνάει δίπλα σου την ώρα που γράφεις τα στιχάκια της ζωής σου σε πακέτα ληξιπρόθεσμων λογαριασμών και ληγμένων ψυχικά ανθρώπων.
«Είναι εντυπωσιακό ότι οι φίλες μου που ζορίζονται με ένα εκατοστό νέας κυτταρίτιδας, ρωτάνε τον γκόμενο τους «αγάπη μου πάχυνα;», εξερευνούν τις μαγικές δυνατότητες του υαλουρονικού, όλες περιμένουν από μένα να έχω λύσει την εξίσωση των κομμένων βυζιών, των πεσμένων μαλλιών, της πυροβολημένης λίμπιντο, γιατί «αυτά δεν είναι σημαντικά…».
Η γενική πεποίθηση οδηγεί στο ότι πρέπει να γίνω ένα είδος γκουρού του καρκίνου και να σκαρφαλώσω στο δέντρο μου της κοσμικής σοφίας ατενίζοντας με μάτι στωικό τα εγκόσμια.
Εγώ πάλι κι αυτό το καλοκαίρι, έχω να απαντήσω σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως «να βάλω πάλι την περούκα ή να κυκλοφορήσω αλα πεζοναύτης;», πράγμα που μαζί απαιτεί extra ανεβασμένη διάθεση για να αντιμετωπίσεις τα φοβισμένα βλέμματα παλιών γνώριμων, τους συμπονετικούς άγνωστους και τα παιδάκια που φωνάζουν στη θάλασσα «μπαμπά μπαμπά η κυρία είναι φαλακρή».
Πρέπει επίσης να δέσω καλά το παραγεμισμένο μαγιουδάκι μου και να ετοιμαστώ ψυχικά για τη θύελλα αρτιμελών κορμιών στην παραλία, που θα μπορούσαν να είναι θέμα μόνο και μόνο για μια γυναίκα που μεγαλώνει. Αλλά είπαμε εγώ κάτι τέτοια οφείλω να τα ‘χω λυμένα.
Και κάπως έτσι, θεωρητικά «αμάσητη» θα πρέπει να διανύσω τις φετινές διακοπές μου, παρακολουθώντας την ομολογουμένως χαριέστατη μεξικάνα της διπλανής πετσέτας να γέρνει πίσω το κεφάλι στο νερό για να ισιώσουν τα μαλλιά στη θάλασσα, παρότι αναρωτιέμαι αν αυτή είναι μια κίνηση που θα προλάβω στη διάρκεια του βίου μου να ξανακάνω.
Λοιπόν. Αυτά είναι τα γράμματα. Οι ζωντανοί γκρινιάζουν. Γκρινιάζουν για το τίποτα, για χαζοπράγματα και πίσω από αυτά για την ελευθερία που κυνηγούν. Ελευθερία ή θάνατος κι αυτό το καλοκαίρι».