Δεν με πείραξε που έφυγες με άλλη.
Δεν ήταν ο χωρισμός μας που με πλήγωσε.
Ούτε ο άδικος τρόπος που μου φέρθηκες, σαν να’ μουν ο χειρότερος εχθρός σου.
Η κακία, η αχαριστία, οι απειλές, το ψέμα που δέχθηκα από κάποιον που στήριξα με όλο μου το είναι.
Αν με είχαν πειράξει όλα αυτά θα είχα φύγει από τη πρώτη στιγμή, δεν θα άφηνα τους μήνες να περάσουν.
Από πάνω μου.
Ένα πράγμα με πόνεσε όσο τίποτα και μ’ έκανε να κόψω κάθε επαφή: Που πρόδωσες το ψωμί μου.
Που μαρτύρησες σε ανθρώπους που με ζήλευαν, όσα σου είχα εμπιστευθεί.
Κι αυτά που σου’χα εμπιστευθεί, τάιζαν τα παιδιά μου.
Έμαθα πως πονάς και δεν θα έπρεπε να με νοιάζει.
Μα ξέρω πως είναι να πονάς βαθιά.
Από σένα το’ μαθα.
Και παρ’ όλο το κακό που μου έκανες, δεν σου κακιώνω.
Βλέπεις εγώ δεν είμαι εσύ.
Ξέρω πως μέσα σου ξέρεις κι εσύ καλά, πως η επιλογή σου, όσο κι αν την εξύμνησες, ήταν λάθος.
Όχι απ’ τα λάθη που αναπολούμε με χαρά, όχι απ’ αυτά, αλλά από τ’ άλλα.
Από εκείνα που πετούν χειροβομβίδα στο εγώ και δεν ξέρεις τελικά, ούτε εσύ ποιος είσαι.
Επιλογή που κάθε μέρα σε διέψευδε, αλλά σε ποιον να το πεις…
Σ’ εμένα την «αδίστακτη» που ζήταγε ανταλλάγματα και ήθελε το κακό σου;
Στο τέλος εγώ πλήρωσα για όλους σας.
Το ξέρεις.
Μύγα να πετούσε γύρω σας, εμένα δείχνατε.
Τέτοια η εμμονή σας.
Κι ο τρόπος να αποτινάζετε ευθύνες από πάνω σας.