«Γιατί, γιατρέ, έμεινα τόσο χρόνια στο ψυχιατρείο;
Επειδή το μυαλό μου δε λειτουργούσε ή δεν είχα ποιος να με βγάλει;»
(«Κυρ Γιάννης», από τη συλλογή Το ρούχο της αθωότητας: Ποίηση ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία)
Το νούμερο 343 είναι ο πιο άχαρος προορισμός της Ιερά Οδού, εκεί όπου η πολιτεία εξοστράκισε την «ενοχλητική» ευαισθησία της ψυχικής ασθένειας. Εδώ είναι το βασίλειο της κατασταλτικής και φαρμακολογικής απραξίας. Πηγαίνοντας προς τα εκεί νιώθεις ένα σφίξιμο στο στομάχι αφήνοντας πίσω τον κατοικημένο ιστό του Χαϊδαρίου. Ξέρεις ότι σ’ αυτή την απέραντη καταπράσινη έκταση του Δρομοκαΐτειου δεν κρύβεται τίποτα ειδυλλιακό, παρά μόνο σμπαραλιασμένες υπάρξεις, βλέμματα καρφωμένα στο κενό και θορυβώδεις σιωπές.
Τα πρωινά της Τρίτης, όμως, είναι διαφορετικά. Εισάγουν σ’ αυτή την τοπογραφία της οδύνης ομορφιά, με την κυριολεκτική και τη συμβολική της διάσταση. Μια ομάδα 20 εθελοντών αισθητικών, σέρνοντας βαλιτσάκια γεμάτα κρέμες, σκιές, κραγιόν και χτένες, ξεκλειδώνει την ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα με τις αναπαυτικές πολυθρόνες και μαζί την ανάγκη των ασθενών για επικοινωνία.
Η Τιμοθέα Πατζίκα είναι η αεικίνητη εμψυχώτρια της ομάδας, συντονίστρια του Δικτύου, γνωστή και πολυγραφότατη αισθητικός. Εξηγεί ποια ιδέα την παρακίνησε να ξεκινήσει μια προσπάθεια εντελώς πρωτόγνωρη για τα ψυχιατρικά δεδομένα της χώρας: «Το εμπνεύστηκα πριν από 37 χρόνια. Παρατηρούσα ότι οι πελάτισσές μου στο ινστιτούτο ένιωθαν εμφανώς καλύτερα, μετά από κάθε περιποίηση. Έρχονταν αγχωμένες ή στεναχωρημένες και έφευγαν ξαλαφρωμένες. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτήν την τεχνική για θεραπευτικούς σκοπούς σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες. Δεν ήθελα το επάγγελμα που επέλεξα και υπηρετώ να είναι μόνο ένα μέσο για την ικανοποίηση της φιλοδοξίας ή της ματαιοδοξίας του ανθρώπου. Ήθελα να ομορφαίνει και την ψυχή του. Πήγα, λοιπόν, στο Δρομοκαΐτειο και βρήκα τον καθηγητή Γεώργιο Λυκέτσο. Του παρουσίασα το σχέδιό μου. Του είπα ότι από τη στιγμή που δεν μπορούν να έρθουν οι ψυχικά ασθενείς σε εμάς, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να πάμε εμείς σ’ αυτούς. Προέκυψαν πολλές δυσκολίες,επειδή δεν υπήρχε κανένα αντίστοιχο προηγούμενο στην Ελλάδα, ούτε καν διεθνής βιβλιογραφία. Το δέχτηκε, όμως, με αγάπη και ξεκινήσαμε».
«Έχουμε και εμείς τώρα μεγαλύτερη άνεση. Ξέρουμε πως θα διαλύσουμε την επιφυλακτικότητα των ασθενών. Αγγίζοντας το δέρμα και τα μαλλιά τους, τους δίνουμε ξανά το χαμένο “εγώ” τους. Το γεγονός ότι η παρουσία μας εκεί έχει μια τακτικότητα και δεν είναι περιστασιακή, τους δημιουργεί εμπιστοσύνη και αναμονή. Ξέρουν ότι τις Τρίτες είμαστε εκεί και περιμένουν να μας δουν. Έρχονται άνδρες και γυναίκες. Οι ηλικίες ποικίλουν, από 20 χρονών –που σε τόσο νεαρές ηλικίες εμείς λυγίζουμε λίγο– μέχρι και πάνω από 60. Το αποτέλεσμα είναι ορατό, ιδιαίτερα στους χρόνια νοσηλευόμενους που ήταν εντελώς παρατημένοι και μέσα από τη δική μας παρέμβαση, ξεκίνησαν να φροντίζουν ξανά τον εαυτό τους», αναφέρει η Τιμοθέα Πατζίκα.
Μαζί με τη Βενετία Σίμου, είναι οι μοναδικές που παραμένουν ακλόνητα πιστές στο εγχείρημα από την πρώτη μέρα της γέννησής του. «Ήμασταν μικρές. Δεν καταλαβαίναμε και πολλά, λειτουργούσε κυρίως το ένστικτό μας. Στην πορεία κάποιες έφυγαν, είτε επειδή φοβήθηκαν είτε επειδή έβαλαν άλλες προτεραιότητες. Δεν μπορούσα να το συγχωρήσω ότι υποχωρούσαν. Ένιωθα πολύ αποφασισμένη. Ήταν το μέσα μου που βγήκε,δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να σου πω ότι εκτός από την οικογένειά μου, το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι αυτή η δράση. Θυμάμαι μια ασθενή που έκοβε σύριζα τα μαλλιά της, επειδή δεν της άρεσαν – μετά τη δική μας δράση, σταμάτησε να το κάνει. Άλλες ασθενείς, που στην αρχή δεν ήθελαν να κάνουν μπάνιο και μετά έδειξαν πάλι ενδιαφέρον για τον εαυτό τους. Έρχονταν πιο καθαρές και μάλιστα βοηθούσε η μία την άλλη να χτενιστούν. Γενικά, γίνονταν πιο κοινωνικές. Όμως και για εμάς ήταν ένα μεγάλο μάθημα. Αποδραματοποιήσαμε την ψυχική ασθένεια. Τους αντιμετωπίζουμε ως ανθρώπους της διπλανής πόρτας», λέει η Βενετία Σίμου.
Τα ψυχιατρεία μοιάζουν με αρχαϊκούς λαβύρινθους, όπου περνάς ξανά πάντα από το ίδιο σημείο, νιώθεις χαμένος και δεν βρίσκεις την έξοδο. Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών νοσηλεύονται για χρόνια στα ιδρύματα, βιώνοντας μια πολλαπλή απώλεια – ανθρώπων, τόπων, ελευθερίας. Υποφέρουν όχι μόνο από την ίδια τη νόσο, αλλά και τη δευτερογενή νόσο που προκαλεί ο ιδρυματισμός, την «ιδρυματική νεύρωση», όπως έχει κωδικοποιηθεί κλινικά. Οδηγούνται σταδιακά στην αυτοεγκατάλειψη, σε μια συνθήκη απάθειας όπου δεν νοιάζονται για την ατομικότητά τους, παρακολουθούν μοιρολατρικά το πέρασμα του χρόνου, αφού ο ορίζοντας του μέλλοντος είναι σφραγισμένος σε μια ασυλική συνέχεια. Ζουν μια καθημερινότητα που έχει συγκεκριμένες ώρες που πρέπει να παίρνουν τα φάρμακά τους και να τρώνε. Όλο το υπόλοιπο διάστημα είναι ελεύθεροι να μην κάνουν τίποτα. Σ’ αυτήν την καταναγκαστική αδράνεια, η ταυτότητα τους φθείρεται και κατακερματίζεται.
Τρίτη πρωί στο Δρομοκαΐτειο
Γι’ αυτό οι Τρίτες στο Δρομοκαΐτειο είναι μια ευχάριστη ανατροπή της ψυχιατρικής κανονικότητας. Το είδα με τα μάτια μου, όταν λίγο μετά τις δέκα το πρωί οι ασθενείς συνέρεαν έξω από την πόρτα της αίθουσας αισθητικής που έχει στήσει το Δίκτυο. Κάποιοι αθόρυβοι και συνεσταλμένοι, κάποιοι συζητώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους και κάποιοι άλλοι πιο ζωηροί. Αγκάλιαζαν καλημερίζοντας τις αισθητικούς, όπως κάνουμε όταν συναντάμε έναν φίλο που μας έχει λείψει. Οι εθελοντές, πάντα χωρίς γάντια, για να εξαφανίσουν οποιοδήποτε σημειολογικό ίχνος αυστηρότητας και απόστασης, έκαναν μασάζ και μακιγιάζ. Ανάμεσά τους και μια ψιλόλιγνη, ευγενική φιγούρα ενός άνδρα που άνοιγε περιοδικά με κομμώσεις και έσκυβε με ευλάβεια πάνω από τις ασθενείς, ρωτώντας «Πώς αγαπάτε, μαντάμ, τα μαλλιάς σας;». Είναι ο παλαίμαχος διάσημος κομμωτής Ναπολέων. Πριν από 50 χρόνια, οι New YorkTimes του έκαναν ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα ως τον Έλληνα κομμωτή που χτένισε την Jackie στον γάμο της με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Υπήρξε προσωπικός κομμωτής του Αλέξανδρου Ωνάση, από τις χτένες του έχουν περάσει η δούκισσα του Κεντ και η πριγκίπισσα του Μονακό. Σήμερα όμως, στα 84 του, έχει δώσει ένα διαφορετικό νόημα στην κομμωτική. «Μπορεί να έχω χτενίσει όλους αυτούς τους διάσημους, μπορεί να έχω μπει στα σαλόνια και τα μπουντουάρ τους, αλλά εδώ αισθάνομαι ότι έχω έναν πιο σοβαρό σκοπό. Θέλω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους,επειδή όταν δουν στον καθρέφτη τους εαυτούς τους πιο όμορφους, θα ανέβει η διάθεσή τους. Ανατριχιάζω από συγκίνηση κάθε φορά που έρχομαι. Μπορεί να είμαι μεγάλος, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση. Παίρνω το μετρό, αλλάζω δυο γραμμές, περπατάω και φτάνω πάντα στην ώρα μου», λέει.
Πρέπει να μιλήσουμε για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση
Ναι, υπάρχει μια σκληρή αντίφαση, που δύσκολα μπορεί τη χωνέψει κάποιος. Την ίδια στιγμή που ένας ασθενής μπορεί να φεύγει ανανεωμένος, μετά από ένα μασάζ στο πρόσωπο, σ’ ένα διπλανό κτίριο κάποιος άλλος ασθενής μπορεί να βουλιάζει στη θλίψη και την ανημποριά. Είναι η απόρροια της χρόνιας αδυναμίας του ελληνικού κράτους να προχωρήσει στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση και η εμμονική του προσήλωση σ’ ένα θεραπευτικό πρότυπο που δεν ευνοεί την αποστιγματοποίηση. Το πρόγραμμα της κοινωνικής αισθητικής ενσωματώνει σπερματικά την ιδέα ενός θεραπευτικού μοντέλου ανοιχτού προς την κοινότητα. Έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στην Τεργέστη που κυοφορήθηκε το ριζοσπαστικό πρόγραμμα κοινοτικής ψυχιατρικής του Franco Basaglia. Τέτοιες δραστηριότητες αποτελούσαν το σκελετό μιας μη ασυλικού τύπου θεραπείας.
*Το ιστορικό της δράσης του ΔΕΚΑ, μαζί με τα αναλυτικά συμπεράσματα της έρευνας έχουν καταγραφεί από την Τιμοθέα Πατζίκα στο βιβλίο Άγγιγμα (εκδ.Παπαζήση). Η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου, στις 15:00, στον Ιανό.