Την περασμένη εβδομάδα χτύπησε το κινητό μου και άκουσα τα νέα που φοβόμουν περισσότερο εδώ και χρόνια. Ο αδελφός μου βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης μόνος του σε μια παλιά οικοδομή. Ήταν μόλις 44 ετών. Πέθανε μόνος και αβοήθητος με μια σύριγγα καρφωμένη στο χέρι του.
Προτιμώ το «πέθανε» από το «έφυγε μακριά». Το «έφυγε μακριά» δείχνει μια υγιή, ειρηνική μετάβαση από μια κατάσταση στην επόμενη αποχαιρετώντας τον ήλιο μέσα σε ένα ζεστό, καθαρό, μοσχομυριστό αεράκι. Κάποιος που πεθαίνει σαν τον αδερφό μου, δεν «φεύγει μακριά», αλλά πεθαίνει. Είναι ένας βίαιος, οδυνηρός θάνατος που δεν αξίζει σε κανέναν, μια μοναχική και βίαιη διακοπή μιας ζωής που έπρεπε να είναι διαφορετική.
Ο αδερφός μου και εγώ δεν είχαμε στενές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Είχαμε να μιλήσουμε πάνω από 3 χρόνια. Τα συναισθήματά μου προς αυτόν ήταν περίπλοκα. Συχνά ταλαντευόμουν μεταξύ της έντονης αγάπης και της οργής-πικρίας. Τον παρακολουθούσα να «χάνεται» χωρίς να μπορώ να τον βοηθήσω, ένα αγόρι γεμάτο ζωή, τόσο φωτεινό και με μια λαμπρή προσωπικότητα που μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο που ήταν αιχμάλωτος των εθισμών του, πρώτα στο αλκοόλ, μετά στην κοκαΐνη και τέλος στην ηρωίνη.
Ήξερα ότι δεν μπορούσα να τον βοηθήσω και αυτό με «έτρωγε». Με πονούσε να βρίσκομαι δίπλα του, τον έβλεπα να λιώνει και είχα τα χέρια μου «δεμένα». Πάντα όμως τον είχα στο μυαλό μου. Τον σκεφτόμουν κάθε μέρα. Η θέση του στην καρδιά μου και το μυαλό του ήταν δική του και τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Έκλαιγα κάθε φορά που τον σκεφτόμουν. Πώς ένα άτομο με τέτοιες ικανότητες πέφτει τόσο χαμηλά; Πως ο αδελφός μου, ο οποίος είχε όλα τα χαρίσματα του Θεού, κατέληξε άστεγος, κάποτε φυλακισμένος και εθισμένος στα ναρκωτικά; Γιατί οι ζωές μας να είναι τόσο διαφορετικές; Στο ίδιο σπίτι μεγαλώσαμε με τον ίδιο αλκοολικό πατέρα, ο οποίος μας εγκατέλειψε μικρά. Νιώθω ενοχές που έπρεπε να είναι αυτός εκείνος που τράβηξε τα πάνδεινα. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του και εκείνος να ζούσε και να ήταν καλά.
Όταν ήμασταν παιδιά, παίζαμε στη γειτονιά προσποιούμενοι υπερήρωες, ποδοσφαιριστές και πολλούς άλλους. Καλύπταμε ο ένας τον άλλον σε κάθε σκανταλιά και προσέχαμε τον άλλο μην πέσει και χτυπήσει. Κάποτε τον έβαλα να φορέσει ένα φόρεμα και να προσποιηθεί ότι ήταν η Laura από το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Φώναζε και χτυπιόταν – δεν ήθελε να φορέσει φόρεμα – αλλά το έκανε για μένα. Ήταν ένας εξαιρετικός αθλητής, όμορφος, κοινωνικός και πανέξυπνος.
Αυτή την ιστορία η μητέρα μου την έλεγε συχνά σε φίλους και συγγενείς, αλλά πιο πολύ στον εαυτό της, λες και ήθελε να του αποδείξει ότι ο ναρκομανής γιος της είναι αρκετά δυνατός και στο τέλος θα νικήσει όλους τους δαίμονές του και θα γίνει καλά. Όσο περνούσαν τα χρόνια και δεν έβλεπε βελτίωση, έπεφτε κάπως η φωνή της όταν αφηγούταν την ιστορία, αλλά παρέμενε σταθερή. Η πεποίθησή της ότι το αγοράκι της θα επιστρέψει υγιές και πάλι στην αγκαλιά της ήταν δυνατή. Πίστευε ότι θα επιστρέψει δριμύτερος και θα γίνει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μάστιγα των ναρκωτικών.
Πολλές φορές ούρλιαξα να σταματήσει. Κόψε τα ναρκωτικά, μην αγοράζεις ναρκωτικά, μην πουλάς ναρκωτικά, μη βάζεις τη βελόνα στη φλέβα σου.. Μη, μη, μη… Προσπαθούσα να το δω σαν ανάγκη και όχι σαν επιλογή. Η κοινωνία θα δει το θάνατό του με ανακούφιση. Άλλος ένας χαμένος, ένα ρεμάλι, ένας εγκληματίας, ένας βάρος που έφυγε. Δεν γνωρίζουν ότι ήταν ένας γιος που αγαπούσε τη μητέρα του. Δεν γνωρίζουν ότι έχει μια αδερφή και μία μάνα που λιώνουν κάθε μέρα στο κλάμα για αυτόν. Ότι τον αγαπούν όλοι και οι φίλοι του από το σχολείο ακόμα τον θυμούνται με αγάπη και ας έχουν περάσει 26 χρόνια από τότε. Ότι ο αντίκτυπος των επιλογών του επηρέασε όλους μας. Ότι ήταν ένας ταλαντούχος σεφ που κάποτε μαγείρεψε για τον Πρωθυπουργό και βραβεύτηκε. Ότι όσο ήταν καθαρός, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κόσμο και στις καρδιές όλων μας. Ότι αγαπούσε τα ζωάκια και τα περιέθαλπε. Αυτό, που είχε καταντήσει, σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσώπευε αυτό που ήταν.
Κι όμως ο εθισμός του καθόριζε τη συμπεριφορά των γύρω του. Πολλές φορές θυμώναμε και τον καταριόμασταν. Η αναπνοή μου πιανόταν κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπούσε και έβλεπα άγνωστο νούμερο. Τον έβαλα πολλές φορές σε κέντρο αποτοξίνωσης. Γινόταν καλά για λίγο, αλλά μετά μόλις έβγαινε άρχιζε πάλι τα ίδια. Πίστευε ότι τα ναρκωτικά του έδιναν την ανακούφιση και γαλήνη, που έψαχνε.
Ο θάνατός του με στιγμάτισε με έναν τρόπο που δεν περίμενα. Πίστευα ότι μαθαίνοντας, θα στεναχωριόμουν σίγουρα, αλλά θα ανακουφιζόμουν κιόλας και θα συνέχιζα μετά τη ζωή μου. Αντ’ αυτού κλείστηκα στον εαυτό μου. Το πένθος μου καλά κρατεί. Πονάω για την απώλεια ενός τέτοιου ταλέντου, ενός τόσο χαρισματισμού άντρα και της ελπίδας που είχα ότι θα ανακάμψει κάποια στιγμή. Αναπαύσου εν ειρήνη, αδερφέ μου.
Θέλεις να μοιραστείς ανώνυμα τη δική σου ιστορία;
Τη περιμένουμε στο info@singlewoman.gr