Άρχισα να μιλάω για τον εαυτό μου σε γ’ πρόσωπο φέτος, όταν ήμουν στην αρχή του διαζυγίου μου. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα διαζύγια, που είναι πολύ πιο άσχημα και αγχωτικά, αλλά και το δικό μου δεν ήταν και το καλύτερο. Έπιασα τον εαυτό μου να παραλύει από το άγχος, σε σημείο να παρατήσω μια μέρα τη δουλειά μου στη μέση και να φύγω, γιατί δεν μπορούσα με τίποτα να συγκεντρωθώ.
Ήταν εκείνη τη ημέρα, που περπατώντας στην παραλία για να καθαρίσω το κεφάλι μου, συνειδητοποίησα, ότι αν ήθελα να επιβιώσω από όλο αυτό και να τη «βγάλω» καθαρή, έπρεπε να φανταστώ τον εαυτό μου ως κάποιον άλλοn. Η σκέψη, ότι το εγώ μου είναι ένα άτομο γεμάτο από ενοχές και θλίψη, δεν αντέχονταν. Έτσι, άλλαξα κάποια πράγματα: έφτιαξα ένα σχέδιο, ότι δηλαδή εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά μια φίλη, που δίνει συμβουλές σε εμένα. Κάποια, που ήξερε να με φροντίσει, κάποια, που αγαπούσα και τύγχανε να έχει ίδιο ονοματεπώνυμο με μένα. Το σχέδιο μου δούλεψε και πήγε καλύτερα απ’ ότι περίμενα.
Μπορεί να σου φαίνονται τρελά όλα αυτά, αλλά οι έρευνες έρχονται να υποστηρίξουν τα λεγόμενά μου. Σύμφωνα με μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό “Scientific Reports”, το να μιλάμε για τον εαυτό μας σαν να είμαστε κάποιοι άλλοι είναι ένας σχετικά εύκολος τρόπος να μαλακώσουμε τα έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως το άγχος. Και αυτή η τεχνική, η οποία σνομπάρεται από τη συμβατική θεραπεία του στυλ «πες τα κάπου να τα βγάλεις από μέσα σου», υπόσχεται θαύματα σε άτομα, που βρίσκονται αντιμέτωπα με έντονες και ανεπιθύμητες σκέψεις και συναισθήματα.
Ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Jason Moser, αναπληρωτής καθηγητής ψυχολογίας στο Michigan, λέει, ότι αυτή την τεχνική τη μελετούν επιστήμονες σαν αυτόν μελετούν τα τελευταία 5 χρόνια. Είναι αρκετά εύκολο να το κάνεις: Όταν εμφανίζονται άσχημες σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές, απλώς αντί για «εγώ», χρησιμοποίησε το «εσύ», «αυτός» ή «αυτή».
Αυτό το γλωσσικό τρικ, εξηγεί ο Moser, βοηθά τους ανθρώπους να αποκτήσουν κάτι, που ονομάζεται ψυχολογική απόσταση: «Χρησιμοποιώντας το όνομά σου και αντωνυμίες β’ προσώπου, δημιουργεί μια μικρή απόσταση από τον εαυτό σου. Σε βοηθάει να δεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου», λέει.
Ο Moser επισημαίνει επίσης, ότι πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν ήδη αυτή την τεχνική κι ας είναι λιγάκι παρεξηγημένη. Ο θρύλος του μπάσκετ, LeBron James, για παράδειγμα, έχει θεωρηθεί από πολλούς εγωιστής, επειδή αναφέρεται στον εαυτό του σε γ’ πρόσωπο. Το πιο αξιομνημόνευτο είναι, όταν ο James ανακοίνωσε, ότι φεύγει από τους Cleveland Cavaliers για να πάει στο Miami Heat το 2010. «Αυτό, που δεν ήθελα με τίποτα να κάνω, είναι να πάρω μια συναισθηματική απόφαση», απάντησε ο James, όταν ρωτήθηκε για την οργισμένη αντίδραση των οπαδών της Cavaliers λόγω της μεταγραφής του. «Και να ξέρετε, ότι ήθελα να κάνω ό, τι καλύτερο για τον LeBron James και ό, τι θα έκανε ο ίδιος ο LeBron James για να είναι ευτυχισμένος». Δεδομένης της κατάστασης, η ομιλία σε γ΄ πρόσωπο μπορεί να δικαιολογηθεί ως προσπάθειά του να ελέγξει τα συναισθήματά του σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη στιγμή.
Και άλλα δημόσια πρόσωπα έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την τεχνική, χωρίς όμως να αντιμετωπίσουν ίδια αντίδραση από τον κόσμο. Σε μια συνέντευξη με τον Jon Stewart, για παράδειγμα, η βραβευμένη με Νόμπελ και ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Malala Yousafzai, μίλησε για τη στιγμή, που έμαθε, ότι το όνομά της ήταν στη λίστα των Ταλιμπάν. Ήταν φοβισμένη, αλλά προσπαθούσε να σκεφτεί, πώς θα αντιδρούσε σε περίπτωση, που έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν από τους μαχητές: «Είπα, ”Αν έρθει, τί θα κάνεις, Malala;”». Στη συνέχεια, απαντούσα στον εαυτό μου: «Malala, πάρε ένα παπούτσι και χτύπα τον».
Ένα τέτοιο είδος αυτο-ομιλίας δεν είναι, σύμφωνα με τις μελέτες, εντελώς ατεκμηρίωτο. Σε μια νεώτερη μελέτη, ο Moser και οι συνάδελφοί του διενήργησαν δύο διαφορετικά πειράματα και μέτρησαν, τί συμβαίνει στον εγκέφαλο, όταν οι άνθρωποι μιλάνε στον εαυτό τους σε α΄ ενικό πρόσωπο (χρησιμοποιώντας το «εμένα» ή το «εγώ») σε σύγκριση με όταν χρησιμοποιούν άλλες αντωνυμίες ή το όνομά τους .
Στο πρώτο πείραμα, το οποίο επικεντρώθηκε σε στιγμιαία ερεθίσματα, οι συμμετέχοντες εξέτασαν φωτογραφίες και βίντεο από βίαια γεγονότα ή ταινίες. Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να περιγράψουν τί είδαν και πώς αισθάνθηκαν, πρώτα χρησιμοποιώντας το «εγώ», για να δουλέψουν τα συναισθήματά τους (πχ. «φοβήθηκα») και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας γ’ προσώπου αντωνυμίες (πχ. «ο τάδε φοβήθηκε»). Όταν οι άνθρωποι μιλούσαν σε γ’ πρόσωπο, οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι οι περιοχές του εγκεφάλου, που συνδέονται με τα συναισθήματα έδειξαν πολύ μικρότερη δραστηριότητα από ό, τι όταν χρησιμοποιούσαν το α’ πρόσωπο. «Βίωσαν μια λιγότερο έντονη, συναισθηματική αντίδραση και λιγότερα, αρνητικά συναισθήματα», δήλωσε ο Moser.
Στη δεύτερη μελέτη, η οποία επικεντρώθηκε περισσότερο σε συναισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να μιλήσουν για ένα έντονο, συναισθηματικό γεγονός στη ζωή τους. Τη μία στιγμή έπρεπε να το διηγούνται σε α΄ πρόσωπο (πχ. «πάλεψα») και την άλλη στιγμή έπρεπε να το αφηγηθούν σαν να συνέβη σε κάποιον άλλο με το ίδιο όνομα (πχ. «Ο τάδε πάλεψε»). Το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο με το προηγούμενο πείραμα. Ο Moser είπε: «Είδαμε μείωση στις αυτοαναφορικές, συναισθηματικές περιοχές του εγκεφάλου – εκείνες, που αντιδρούν, όταν βιώνεις ένα αρνητικό συναίσθημα».
Ο Moser, ο οποίος είναι επίσης κλινικός ψυχολόγος και έχει συνεργαστεί με βετεράνους, που πάσχουν από διαταραχή μετατραυματικού στρες δήλωσε, ότι είναι πολύ ενθουσιασμένος, που βλέπει τη νέα αυτή τεχνική να εντάσσεται σιγά σιγά στη συμβατική θεραπεία. Πιστεύει, ότι θα μπορούσε να ενισχύσει τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως η νοητική-συμπεριφορική θεραπεία, που ζητά από τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους, υπενθυμίζοντάς τους ένα τραυματικό γεγονός και επαναπροσδιορίζοντας αυτό, που συνέβη. Οι παραδοσιακές μέθοδοι, σημείωσε ο Moser, συχνά επιβαρύνουν ψυχολογικά το άτομο. Η αναφορά στον εαυτό μας σε γ’ πρόσωπο μπορεί να είναι ένας ευκολότερος τρόπος, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα.
«Όλες αυτές οι μέθοδοι είναι δύσκολο να περιγράψουν το τί πραγματικά συμβαίνει», είπε. «Η ομιλία σε γ’ πρόσωπο είναι πιο εύκολη, θα μπορούσε να είναι εξίσου αποτελεσματική και να προσφέρει την απαραίτητη απόσταση, για να αντιμετωπίσει κάποιος το άγχος πιο αποτελεσματικά, με μεγαλύτερη απόσταση και προοπτική».
Πηγή: thecut.com