Κι ήρθε κάποτε η ώρα να δοκιμαστούμε. Παίζαμε στη σχολή,
τους »Φοιτητές» του Ξενόπουλου. Μου είχαν δώσει κι εμένα,
με πολλή περιφρόνηση ένα ρόλο. Κι από την πρώτη μου φράση:
»Πως του φαίνεται του κυρίου το δωμάτιο;» κατάλαβα γύρω μου,
μια ανατριχίλα. Απ’ τη σιωπή που άκουσα, κατάλαβα…
Λέει ο Κωστής Μπαστιάς στην Μαρίκα Κοτοπούλη:
»Αυτή είναι μεγάλο ταλέντο».
Κι έρχεται εκείνη,
και με βάζει να το πω πάλι. Κι ύστερα πάλι, και πάλι,
μ’ έβαζε να το λέω σε όλους:
»Πως του φαίνεται του κυρίου το δωμάτιο;»
Ένιωθα
σαν τον Καραγκιόζη που τον περιφέρεις για να κάνεις θέαμα.
Αργότερα,
μ’ έβαζε να επαναλαμβάνω τον ρόλο της Πολυξένης από την »Εκάβη»,
όταν της αναγγέλλουν ότι θα πεθάνει.
Αυτόν τον ρόλο μας είχε δώσει να τον μάθουμε όλα τα κορίτσια.
Εκείνον τον καταπληκτικό μονόλογο.
Και όταν ήρθε η σειρά μου να τον πω,
με τα πρώτα λόγια,
»Ω, κακό πώπαθες, βαριόμοιρη μάνα, τα βάσανα ζωσμένη…»
αρχίζουν να τρέχουν κάτι ζεστά στα μάγουλά μου – δάκρυα!
Δεν έκλαιγα,
δεν ήταν όπως κλαίμε, που το κλάμα βγαίνει από το στήθος,
απλούστατα έτρεχαν τα δάκρυα.
»Θα πιω και πάλι ωστόσο…» και είπα το κομμάτι κι όλοι κλαίγανε.
Η Μαρίκα καθόταν σε μια άκρη της αίθουσας και απολάμβανε.
Και όταν τελείωσα, την άκουσα που είπε σαν να μονολογούσε:
»Τι είσαι εσύ».
Κι έπεσαν όλοι πάνω μου,
και ‘γω έτρεμα απ’ τη συγκίνηση κι εκείνη καμάρωνε.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη,
είχε πάθος μαζί μου και ήθελε να με υιοθετήσει.
Και μόνο που μου το ‘λεγε, ντρεπόμουν να δω τη μαμά μου.
Η Μαρίκα η Κοτοπούλη,
μια τέτοια μεγάλη και διακεκριμένη καλλιτέχνις.
Η ιδέα πως κάποιος σκέφτεται
πως θα μπορούσα να αλλάξω τη μαμά μου,
ήταν για μένα… ένιωθα ένοχη.
Τη μαμά μου,
δεν την άλλαζα, όχι με την Μαρίκα Κοτοπούλη,
ούτε με την Παναγία.
Έλλη Λαμπέτη