O όρος Black Friday (έτσι, για να μαθαίνουμε και κάτι) έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1960 και σηματοδοτεί την αρχή της χριστουγεννιάτικης περιόδου αγορών στις ΗΠΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τα λογιστικά φύλλα και οι αποδείξεις ήταν βεβαίως χειρόγραφα και τα καταστήματα είχαν δύο χρώματα μελανιού για να καταγράφουν τα στοιχεία. Με κόκκινο γράφονταν οι ημέρες με αρνητικό ισολογισμό πωλήσεων και με μαύρο οι ημέρες με θετικό ισολογισμό. Εξ ου και «Μαύρη Παρασκευή».
Τα καταστήματα Public έφεραν για πρώτη φορά τη Black Friday στην Ελλάδα. Μπορεί να ξεκίνησε από την Αμερική, αλλά τα τελευταία χρόνια η Black Friday αποτελεί το «έθιμο» που έχει αγαπηθεί από τους καταναλωτές, λόγω των μεγάλων προσφορών.
Όταν πρωτοάκουσα τον όρο Black Friday, το μυαλό μου πήγε στο κακό. «Μαύρη Παρασκευή;», σκέφτηκα. «Έχει κάποια σχέση με τη Μεγάλη Παρασκευή; Ίσως…». Μαύρη μέρα η μία (λόγω Σταύρωσης και θρήνου), μαύρη μέρα και η άλλη. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Μπήκα στο Google, αυτό το πολύτιμο εργαλειάκι, που με έχει σώσει από απίστευτα ξεφτιλίκια λόγω ασχετοσύνης και πληκτρολόγησα Black Friday.
Το κατεβατό του αιώνα. Θόλωσε το μάτι μου στα 70, 80 και 90%. Αν είναι, λέω, έτσι, βουτάω τον κουμπαρά μου και φεύγω. Αν είναι να πάρω το λαπτοπ των ονείρων μου με 200-300 ευρώ λιγότερα, χαλάλι του. Αν είναι να πάρω κάτι καλές μπότες, δερμάτινες, που έχω μπανίσει εδώ και ένα μήνα και κλαίω, όταν τις βλέπω να με κοιτάνε λυπημένες στη βιτρίνα σαν να μου λένε «Πάρε μας, μανούλα, μη μας αφήνει εδώ μόνες στο κρύο», πάλι χαλάλι του.
Προσφορές, προσφορές, προσφορές. Σκέφτηκα, δεν είναι δυνατόν. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Δεν μπορεί τόσα προιόντα να εκποιούνται σε αυτές τις τιμές. Κάτι παίζει εδώ πέρα. Μια βόλτα στα μαγαζιά εκείνη την ημέρα θα με έπειθε δια του λόγου το αληθές. Και το έκανα. Μια δοκιμή δεν βλάπτει.
Είπα να μην ξεκινήσω νωρίς νωρίς, να κοιμηθώ λίγο παραπάνω. Εξάλλου κρίση έχουμε, ο κόσμος λεφτά δεν έχει, σιγά τον κόσμο, που θα κυκλοφορεί. Απ’ ότι φάνηκε τελικά μαζί με μένα, σκέφτηκαν το ίδιο και άλλα 8 εκατομμύρια Έλληνες.
Όχι να πλησιάσω τις εμπορικές περιοχές, όχι να παρκάρω, όχι να βγω από το αυτοκίνητό μου, όχι να περπατήσω, ούτε καν να ανασάνω δεν μπορούσα. Λες και ερχόταν πόλεμος και έπρεπε να εφοδιαστούμε. Τέτοιος πανικός ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Αν δεν ήταν οι μπότες και το λαπτοπ, είχα κάνει μεταβολή και πίσω στο καβούκι μου. Αλλά, όόόόχι. Μαζί με το λαό και εγώ. Όλοι, μα όλοι κρατούσαν τουλάχιστον από 5 τσάντες σε κάθε χέρι. Κρίση σου λέει μετά. Απορούσα με το χαμόγελο και τη χαρά, που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Μόνο εγώ πνιγόμουν και ήθελα να εξαφανιστώ;
Μπήκα σε γνωστό κατάστημα πληροφορικής να δω το λαπτοπάκι, που ήθελα. 1000 ευρώ λέει αρχική τιμή, 700 με την έκπτωση. Τόση έκπτωση σε ένα τόσο ακριβό είδος και μάλιστα τεχνολογίας, δεν είναι και λίγο. Κάποιος, που δεν ήξερε θα έλεγε: «Ναι γουστάρω. Αυτή είναι προσφορά. Φέρε 2-3 (που λέει ο λόγος) να τα κρύψω στη ντουλάπα, μη μου χαλάσει το πρώτο να έχω καβάτζα». Και εγώ το ίδιο θα σκεφτόμουν, ομολογώ. Με μία διαφορά. Εγώ πήγα πιο ψαγμένη. Ήξερα, ότι η αρχική τιμή του προϊόντος δεν ήταν 1000 ευρώ, αλλά 769. Το κοίταξα δεξιά, το κοίταξα αριστερά να βεβαιωθώ, ότι είναι το ίδιο μοντέλο και ναι. Ήταν το ίδιο μοντέλο, που μέχρι χτες, το είχαν 769 ευρώ. Προς στιγμήν, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Φωνάζω τον υπάλληλο, ο οποίος έρχεται περιχαρής και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά λες και μόλις το είχε κάνει με τη Χάιντι Κλουμ και μου λέει: «Μπράβο σας. Εξαιρετική επιλογή και καταπληκτική προσφορά. Από 1000 ευρώ τώρα μόνο 700 ή μετρητά ή σε άτοκες δόσεις». Άχου το μωρέ, μου κάνει και διευκολύνσεις. Εγώ, από τη μεριά μου, με μάτι γουρλωμένο και έτοιμη να κάνω μπαμ, του λέω: «Είστε σίγουρος, ότι η αρχική τιμή του είναι 1000 ευρώ;». «Μα, φυσικά. Ελάτε να το δούμε και μαζί». Το κοίταζε, το ξανακοίταζε, χανόταν το χαμογελάκι του, πάγωνε σιγά σιγά. «Για να μη σας κουράζω, του λέω, η αρχική του τιμή είναι 769 ευρώ. Μέχρι εχτές, τουλάχιστον. Τώρα, πότε εκτοξεύτηκε στα 1000 δεν το ξέρω». Με κοίταζε σαν χαζός. Δεν ήξερε, τι να πει. Όχι, ότι φταίει αυτός. Ένα παλικαράκι ήταν, που δούλευε 12ωρα για τρεις και εξήντα. Όχι, όμως και να με κοροϊδεύει μες στα μούτρα. Κανονικά έπρεπε να του πω να μου φέρει το διευθυντή του καταστήματος να τον έφτιαχνα καλά. Αλλά είχα τέτοια σύγχυση και τέτοια απογοήτευση, που λέω άστο να πάει στα κομμάτια.
Πάω να πάρω τις μπότες. Άλλη ψυχρολουσία εκεί, αλλά πιο light. Όλα μας τα προϊόντα σήμερα με έκπτωση 60%. Το τονίζω: ΟΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ 60%. Εδώ είμαστε λέω. Τώρα θα τα δώσω όλα. Έπρεπε κι εγώ κάπου να βγάλω το άχτι μου. Μπαίνω περιχαρής με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, σαν του πιτσιρικά πριν, με ύφος νικητή, που μόλις κατέκτησε τη χώρα: «Καλημέρα σας, θέλω αυτές τις μπότες σε χρώμα ταμπά και σε μαύρο και νούμερο 40. Δεν θα τις δοκιμάσω, το έχω κάνει ήδη προηγούμενη φορά, που είχα έρθει». Με κοιτάει απορημένη από την αμεσότητα και την ευφράδειά μου, χαμογελάει και πάει στην αποθήκη να μου τις φέρει. Μόλις τις είδα να φτάνουν με το κουτί τους, αγαλλίασε η καρδιά μου. «Τις έχουν, τις έχουν, ναιαιαιααι». Ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ότι είναι οι σωστές και βουρ για το ταμείο. Περίμενα 1 ώρα και 19 λεπτά ακριβώς μέχρι να έρθει η ώρα μου να πληρώσω. Τα είχα υπολογίσει όλα. 200 ευρώ οι μπότες μείον 60%, άρα 80 ευρώ. Επί 2 ζευγάρια, 160 ευρώ. Είχα τόση χαρά, που λέω, μόλις πληρώσω, θα φορέσω μία από την καθεμία στο κάθε πόδι να τις κυκλοφορήσω.
Δεν πρόλαβα. Στο ταμείο μου λέει η υπάλληλος: «Είναι 320 ευρώ». Τόινγκ. Μου έπεσε το σαγόνι. «Κάποιο λάθος έχετε κάνει. Οι μπότες αυτές έχουν 200 ευρώ. Μείον 60% πάμε στα 80. Επί δυο, 160». «Οι μπότες αυτές είναι new season, νέα παραλαβή δηλαδή και έχουν έκπτωση 20%. Το 80% ισχύει για τα περσινά μοντέλα». Πρέπει να άλλαξα δέκα χρώματα, γιατί την είδα, 2-3 βηματάκια πίσω τα έκανε. Άλλο 160, αλλο 320.
Δεν κρατήθηκα. Είχα, που είχα τα νεύρα μου, τη βούτηξα από το χέρι και την τράβηξα έξω από το μαγαζί». «Τι γράφει εδώ;» τη ρωτάω, δείχνοντάς της την τεράστια ταμπέλα, που κάλυπτε όλη τη βιτρίνα. «Να σας εξηγήσω», μου λέει. «Τι γράφει εδώ, σας ξαναρωτάω», της είπα ψελλίζοντας λες και πάθαινα εγκεφαλικό (ένα μικρό πρέπει να το έπαθα). Άρχισε να μου λέει τα δικά της, ότι εννοείται, ότι αφορά την περσινή κολεξιόν και ότι τα καινούργια ποτέ δεν μπαίνουν σε τόσο μεγάλη έκπτωση και κάτι τέτοια. «Θα σας κάνω μήνυση. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να κοροϊδεύετε έτσι τον κόσμο» της φώναξα. Σηκώθηκα και έφυγα βρίζοντας, ότι μου ερχόταν στο μυαλό. Είχα όρεξη να τσακωθώ, γι’ αυτό και μπήκα σε ένα μαγαζί με ρούχα, που έλεγε «Όλα 50% κάτω». Θα τους φτιάξω καλά, λέω τώρα. Ως δια μαγείας, τήρησαν ό, τι έγραφαν στην ταμπέλα τους χωρίς να κοροϊδεύουν τον πελάτη. Πήρα ρούχα αξίας 150 ευρώ και έδωσα στο ταμείο 75. Πάλι καλά λέω, που μερικοί τηρούν αυτό που υπόσχονται.
Για μένα Black Friday σημαίνει Βλακ Friday. Γιατί κάποιες αλυσίδες και κάποιες επιχειρήσεις για βλάκες μας περνάνε. Το τονίζω, πως υπάρχουν και οι σωστές επιχειρήσεις που σέβονται τον πελάτη και πραγματοποιούν, όσα τάζουν. Είναι λίγες, όμως. Αξίζει να φας όλη σου τη μέρα έξω με τόσο κόσμο, κίνηση και βαβούρα και να μην είσαι και σίγουρος, ότι θα πάρεις αυτό, που θες, στην τιμή, που σου είπαν, ότι θα το πάρεις; Για μένα, όχι δεν αξίζει. Προτιμώ να κάτσω σπίτι μου και να πάω να ψωνίσω λίγα και καλά μια μέρα, που θα είναι πιο ήσυχα και όχι στη Black Friday, που θα με ταΐσουν κουτόχορτο.