Τους κοιτούσα αγκαλιασμένους να πονάνε το αντίο τους. Δυο νέα παιδιά. Εγώ μες στο τρένο, εκείνα στην αποβάθρα λίγα λεπτά πριν ο δείχτης του ρολογιού σημάνει τον αποχαιρετισμό.
Και δίχως να το καταλάβω ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα της Εύας να κλαίει έξω από τον παράδεισο την απώλεια του. Δεν ξέρω μα εδώ και χρόνια δεν νιώθω καμιά οργή για το λάθος της, αντιθέτως μια βαθιά κατανόηση αισθάνομαι όσο με βαθαίνει ο χρόνος. Γιατί πλέον ξέρω και εγώ, γιατί κλαίει, γιατί υποφέρει, γιατί πονά και θρηνεί. Γνωρίζω με ψυχή και κορμί, οτι τις μεγάλες αγάπες, τις βαθιές απώλειες, τις άδειες αγκαλιές μόνο το δάκρυ και η προσευχή μπορούν ν’ αντέξουν. Τίποτε άλλο. Αυτή η βαθιά μετάνοια, εκείνο το δάκρυ που ζυγιάζει όσο όλη η γη.
Τι φως έχουν τα μάτια που αποχαιρετάνε; Τι απίστευτο φως….
Το κορίτσι του σταθμού κρεμασμένο στον λαιμό του, αρνείται να τον αφήσει να φύγει, ενώ το τρένο είχε ήδη αρχίσει να κυλά στις παγερές του ράγες. Πόσα όνειρα δεν έχουν πάρει μακριά αυτές οι ράγες; Πόσες ξενιτεμένες ανθρώπινες κραυγές;
Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους, ήταν μια Θεοφάνεια αγάπης.
Ζούσα μπροστά μου την γύμνια της ψυχής που ζητά να μην χάσει τον παράδεισο της.
Κι έπειτα αυτά τα μάτια της. Τι χρώμα θαμπό; Τι χρώμα θολό; λίγο πριν να ξεσπάσει η βροχή στα σωθικά της, λίγο πριν βουρκώσουν τα όνειρα της.
Είναι αλήθεια οτι εκεί στην απώλεια, στο αντίο, στο τέλος αντιλαμβανόμαστε οτι ζούσαμε τον παράδεισο και τώρα αργοπεθαίνουμε στην κόλαση.
Όταν όλα τα έχεις δεν αισθάνεσαι τίποτα, όταν όλα τα χάσεις θρηνείς στις μνήμες τους.
Τα δάκρυα της Εύας έξω από τον παράδεισο είναι τα δικά μας δάκρυα κάθε που χάνουμε τα δώρα του Θεού. Τα δάκρυα της Εύας, αιώνια θα κυλούν στα πρόσωπα μας, για να μας θυμίζουν να χαιρόμαστε αυτά που έχουμε για να μην θρηνούμε αυτά που χάσαμε.
Το τρένο έφυγε, κι η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι στο σκληρό δρόμο της απώλειας.
Τα χέρια της ήταν πλέον ορφανεμένα.
Τα έκρυψε βαθιά μεσα στις τσέπες της μην τα κοιτάει έτσι άδεια και την πιάνουν τα κλάματα……