Η πρώτη μέρα, που περπάτησα στους διαδρόμους των φυλακών με μια αρμαθιά κλειδιά να κρέμονται στην τσέπη μου ήταν συναρπαστική. Νόμιζα ότι είχα βρει την παντοτινή μου δουλειά: ήταν γεμάτη προκλήσεις, συναρπαστική και τρομερή με την πραγματική σημασία της λέξης.
Μόλις βγήκα από το νέο μου γραφείο, ήταν ώρα διαλείμματος και οι φυλακισμένοι έβγαιναν στην αυλή. Βρέθηκα ξαφνικά περιτριγυρισμένη από 40 πελώριους άντρες, που τους έφτανα το πολύ μέχρι το στήθος. Η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο, αλλά δεν έδειξα τον πανικό μου. Κρατήθηκα στο ύψος μου και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω τη διαφορά.
Γοητευμένη από τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργούσαν οι εγκληματίες, απολάμβανα τη δουλειά μου ως Διευθύντρια Προγράμματος Παραβατικής Συμπεριφοράς κατευθείαν «φερμένη» από το πανεπιστήμιο, όπου είχα σπουδάσει ψυχολογία σε μεγάλη σχετικά ηλικία (μια μεγάλη αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη καριέρα μου ως νοσοκόμα). Θα εργαζόμουν με εγκληματίες και θα έπρεπε να βεβαιωθώ αν είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα των εγκλημάτων τους, για να τους βοηθήσω, ώστε να μην επαναληφθούν. Θα δούλευα με άντρες, που είχαν διαπράξει αποκρουστικές πράξεις – παιδεραστές, δολοφόνους, βιαστές – αλλά όλοι δεν αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία; Σε τελική ανάλυση, αυτοί οι κρατούμενοι θα απελευθερώνονταν κάποια μέρα, οπότε θα ήταν καλύτερο αν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, μακριά από το δρόμο της παρανομίας.
Η συνάντηση με τον πρώτο κρατούμενο (ήταν δολοφόνος) με έκανε να αμφιβάλλω για κάθε πιστεύω, που είχα μέχρι τότε. Εάν τον είχα γνωρίσει ένα βράδυ σε κάποιο μπαρ, μπορεί και να του την είχα πέσει: ήταν όμορφος, εύγλωττος και θα με γοήτευε σίγουρα, αν δεν είχα διαβάσει το ιστορικό του. Στα 20 του είχε γνωριστεί με μια κοπέλα σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης και στο δρόμο πηγαίνοντάς την σπίτι της τη βίασε, τη δολοφόνησε και πέταξε το σώμα της. Μου είπε πολύ ήρεμα: «Ναι, την έπνιξα». Οι λέξεις του με συγκλόνισαν. Μπορώ ακόμα να τον ακούσω να το λέει. Είναι φοβερό αν σκεφτείς πόσο εύκολα δελέασε εκείνη την καημένη γυναίκα, πριν τη στείλει στον άλλο κόσμο.
Μέρος της δουλειάς μου ήταν να ακούω τους κρατούμενους να μιλάνε για τα εγκλήματά τους και να προσπαθώ να τους βοηθήσω να εντοπίσουν τους παράγοντες, που τους οδήγησαν στο έγκλημα αυτό. Ήταν συναρπαστικό, αλλά συνάμα πολύ δύσκολο να κρατήσω μια ισορροπία και να μη με «ρουφήξουν» οι ιστορίες τους. Πολλοί από αυτούς είχαν προβλήματα διαχείρισης θυμού και δεν πέρασαν καλά σαν παιδιά και έφηβοι. Πολλή κακοποίηση, παραμέληση και μηδέν πρότυπα με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε πολλές λάθος αποφάσεις.
Φυσικά, ακούγοντας τις φρικτές λεπτομέρειες για το τί είχαν κάνει, είχε μεγάλο αντίκτυπο σε μένα. Αδυνατούσα να συγκεντρωθώ και άρχισα να ονειρεύομαι τα θύματα. Υπήρχε ένας φυλακισμένος, που είχε βιάσει ένα μωρό και περιέγραφε λεπτομερώς την πράξη του. Έπρεπε υποχρεωτικά να μιλήσει γι’ αυτό, επειδή έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη για ό, τι είχε κάνει, αλλά θα φοβόμουν ακόμη και να τον κοιτάξω, γιατί φοβόμουν τί είχε να πει.
Ήμουν εκπαιδευμένη στην αντιμετώπιση σεξουαλικών παραβατών, αλλά ακόμη και η ίδια η εκπαίδευση ήταν οδυνηρή. Είχαμε ηθοποιούς, που με τους ρόλους τους μας βοηθούσαν να μπούμε στο μυαλό των φυλακισμένων και παρακολουθούσαμε βίντεο, που περιέγραφαν λεπτομερώς την κακοποίηση, που πολλοί από τους ίδιους τους κρατούμενους είχαν βιώσει ως παιδιά. Ένας απ’ αυτούς είπε ότι κακοποίησε την κόρη του βλέποντας «Πέππα το γουρουνάκι». Δεν κατάφερα να ξαναβάλω το συγκεκριμένο παιδικό να παίξει σπίτι μου…
Πριν ξεκινήσω δουλειά στις φυλακές, πίστευα, απ’ όσα είχα δει στη σχολή ότι όταν θα έρχομαι σε επαφή μαζί τους, θα φοράνε χειροπέδες ή θα μας χωρίζει κάτι σαν γυαλί, αλλά δεν ήταν έτσι. Υπήρχα εγώ, εκείνοι και ένα κουμπί συναγερμού. Μερικές φορές ήταν τρομακτικό. Ένας από τους φυλακισμένους, που είχε διαπράξει διάφορα σεξουαλικά αδικήματα, μου είπε μια φορά: «Ξέρεις τί έκανα, άρα ξέρεις τί μπορώ να σου κάνω. Θα έπρεπε να με φοβάσαι». Προσπάθησα να τον απομακρύνω και να φανώ σκληρή και ατάραχη.
Μερικές φορές με πιάνω να νιώθω συμπάθεια για κάποιους, όπως για έναν κρατούμενο, που ήταν ψυχικά άρρωστος και δεν έχει βγει ποτέ του έξω. Απλά ήθελε να βγει και να πάει για ψάρεμα. Είχε διαπράξει δολοφονία, οπότε έπρεπε να είναι στη φυλακή. Το ήξερε, γι’ αυτό και είχε πάει τότε σε ένα αστυνομικό τμήμα και είχε πει: «Κλειδώστε με κάπου, κάποιον θα σκοτώσω, δεν μπορώ να το ελέγξω», αλλά δεν τον είχαν πάρει σοβαρά…
Είχα τρία παιδιά στην εφηβεία και έγινα υπερπροστατευτική μαζί τους, ιδιαίτερα με την κόρη μου. Έγινα επιφυλακτική με τους ξένους, απομακρύνοντας τα παιδιά μου από οποιονδήποτε δεν μου φαινόταν φιλικός. Μια μέρα ο γιος μου, 17 ετών μου είπε: «Θεέ μου, μαμά, αυτή η δουλειά σε έχει καταστρέψει!». Και κατά κάποιο τρόπο είχε δίκιο.
Ο σύζυγός μου ήταν αυτός, που μισούσε τη δουλειά μου περισσότερο. Μόλις σχόλαγε και ερχόταν σπίτι, του έλεγα όλα όσα είχα ακούσει στη δουλειά, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι αυτό, που έκανα δεν ήταν και το καλύτερο. Όταν επέστρεφε από τη δουλειά, συνήθιζε να αστειεύεται ότι χαιρόταν, που με έβλεπε ζωντανή. Πάντα πίστευα ότι είναι μια ακίνδυνη δουλειά μέχρι, που ο άντρας μου μια μέρα μου είπε: «Νομίζεις ότι, αν συμβεί κάτι, θα έχεις το χρόνο να φτάσεις το κουμπί του συναγερμού;”.
Είχε δίκιο. Υπήρξε ένα περιστατικό στη φυλακή, όπου μια γυναίκα εργαζόμενη δέχτηκε επίθεση από έναν κρατούμενο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι ήθελε να τη σκοτώσει – την έπιασε στον ύπνο την ώρα, που άκουγε την ιστορία ενός άλλου κρατουμένου και είχε απορροφηθεί και βρήκε την ευκαιρία να τη βουτήξει από το λαιμό. Πάλεψε όσο μπορούσε και τελικά ήταν τυχερή, γιατί κατάφερε να ξεφύγει και να πατήσει το κουμπί του συναγερμού. Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσα να βρεθώ στη θέση της. Ο άντρας μου τρομοκρατήθηκε και είπε ότι ήθελε να σταματήσω να δουλεύω πια εκεί.
Μετά από τρία χρόνια, τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σε ρυθμό. Στο κρεβάτι το βράδυ έβλεπα όνειρα όλων των φοβερών πραγμάτων, που είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της ημέρας: ένας βίαιος θάνατος, όπου ο κρατούμενος είχε προσπαθήσει να κόψει το σώμα σε κομμάτια, ήταν ιδιαίτερα τρομακτικός.
Όταν ο μπαμπάς μου πέθανε, όλα άλλαξαν. Συνειδητοποίησα ότι έδινα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μου, για να βοηθήσω τους φυλακισμένους και όταν επέστρεψα στη δουλειά μετά την κηδεία, αισθάνθηκα άρρωστη και μόνο που περνούσα την πύλη. Γι’ αυτό και έφυγα. Αλλά ακόμα δεν μπορώ να βγάλω τις εικόνες από το κεφάλι μου. Άρχισα να τα γράφω και τα έκανα μυθιστόρημα. Το πρώτο μέρος αφορούσε την εμπειρία μου από τις φυλακές και ήταν πολύ σκοτεινό, για να το δημοσιεύσω. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, αποφάσισα να το ξαναγράψω από την αρχή, αντλώντας υλικό από άλλες εμπειρίες, για να το «μαλακώσω» κάπως.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την εποχή. Κάνω ακόμα αναδρομές και σκέφτομαι τις στιγμές, που βρέθηκα σε κίνδυνο. Αλλά άξιζε. Πήρα σημαντικά μαθήματα ζωής.
Πηγή: mirror.co.uk