Συνταξιούχοι πια, βρίσκονταν δύο φορές την εβδομάδα στο καφενείο της γειτονιάς τους οι τέσσερις παλιοί συμμαθητές από το Γυμνάσιο.
Ο Παναγιώτης, συνταξιούχος δικηγόρος με πολύ καλή οικονομική κατάσταση λόγω περιουσίας από πατέρα και από σύζυγο. Ψηλός, άψογα ντυμένος, με μια «πόζα κυριλέ», παρόλο που κάτι πάνω του «μύριζε» την ταπεινή καταγωγή του, αφού ο πατέρας του έκανε την περιουσία του σαν αχθοφόρος στο τελωνείο του Λιμανιού. Στις συναντήσεις τους πλήρωνε μόνον τον καφέ που έπινε, ενώ καθυστερούσε βασανιστικά να βγάλει το πορτοφόλι του και δεν άφηνε ποτέ μπουρμπουάρ.
Ο Νίκος πάλι, κλασσικός μικροαστός, με δύο ακίνητα και μια μέτρια σύνταξη από τον ΟΤΕ, μέτρια μορφωμένος που όμως ενδιαφερόταν για την τέχνη και τον πολιτισμό και ήθελε να λογίζεται «κουλτουριάρης», πλήρωνε τον καφέ του και προσφερόταν να κεράσει και τον καφέ του Θόδωρου –που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα- όταν μένανε οι δυο τους μόνοι κάποιες φορές.
Ο Θόδωρος ένας φτωχός μεροκαματιάρης, χωρίς καμία περιουσία, αφού δούλεψε σκληρά σαν οικοδόμος τα «χρυσά» χρόνια, πήρε μια καλή σύνταξη (που μειώθηκε τραγικά στα χρόνια της κρίσης). Είχε όμως τη δυνατότητα να πληρώνει τον καφέ του δύο φορές την εβδομάδα και να κερνάει με μεγάλη του ευχαρίστηση και τον καφέ του Φώτη, του τέταρτου της παρέας του οποίου η ζωή τον έφερε τούμπα και έμεινε χωρίς σύνταξη.
Εκείνη την Τετάρτη ο Φώτης ήταν άρρωστος με γρίπη και δεν ήρθε στον καφέ. Έτσι στη συζήτηση που είχαν οι τρείς τους ο Παναγιώτης βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την θέση του στο γεγονός που ο Θόδωρος πλήρωνε για τον καφέ του Φώτη.
– Ρε Θόδωρε, θέλω εδώ και καιρό να σου πω κάτι αλλά δεν θέλω να το πάρεις στραβά…
– Ότι…;
– Ρε φίλε, γιατί να πληρώνεις το καφέ του Φώτη κάθε φορά, τι παριστάνεις; Ούτε κι εσένα σου περισσεύουν… κι έτσι πως πάει η κατάσταση εδώ, σε λίγο καιρό δεν θα έχεις να πληρώνεις τον δικό σου τον καφέ. Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι κάτι που με κάνει να αισθάνομαι άσχημα; Πιστεύω ότι ο Φώτης βρίσκει χρήματα για όλα τα άλλα που έχει ανάγκη και εκμεταλλεύεται την κατάσταση αυτή και κάνει εσένα κορόιδο και μένα γαϊδούρι… Χρήματα έχω και δόξα το Θεό, και βιβλιάριο στην τράπεζα, αλλά δεν τα έχω για τους άλλους. Δεν ανέχομαι, ναι, δεν θα ανεχτώ πια να πληρώνεις τον καφέ του. Πώς μπορείς να είσαι τόσο απερίσκεπτος; Τόσο σπάταλος;
Ο Θόδωρος δεν το περίμενε και φάνηκε αμήχανος, προσπαθώντας, όπως συνήθιζε, να καταλάβει πως αισθάνονταν ο Παναγιώτης. Σκέφτηκε τον Φώτη, λες να μπορούσε και έκανε το κορόιδο; Όμως αυτός στ αλήθεια ζούσε με την πενιχρή σύνταξη των 350 ευρώ της εκατόχρονης μητέρας του που ήταν ήδη στα τελευταία της. Όταν κάτι πήγαινε στραβά π.χ. αρρώστια και γιατροί πρόστρεχε μια ψυχοπονιάρα ξαδέλφη του και τα πλήρωνε. Τον λογαριασμό της ΔΕΗ τον πλήρωνε ο γιός του, πλασιέ κι αυτός σε μια φαρμακευτική εταιρία. Έτσι στράφηκε στον Παναγιώτη:
– Δεν έχει ρε φίλε… στ αλήθεια δεν έχει. Εντάξει … κι εγώ δεν με θεωρώ και σπάταλο, με ένα μεροκάματο τα έβγαλα μια ζωή πέρα και μεγάλωσα και τον γιό μου, τι να σπαταλήσεις με ένα μεροκάματο; Χαρτιά δεν έπαιζα, δεν έπινα, ένα τσιγάρο και έναν καφέ στο καφενείο ξώδευα μόνο. Κι εμένα το τσίπουρο που πίνουμε οι παλαίμαχοι της ομάδας μας, μια φορά στους δύο μήνες, το πληρώνουν οι συμπαίχτες που έχουν, γι αυτούς που δεν έχουμε. Έτσι είναι η κατάσταση. Ο ένας με τον άλλο… τι λες κι εσύ ρε Νίκο;
Ο Νίκος που δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε, τέντωσε το σώμα του, πλατάγιασε τη γλώσσα του και άρχισε να λέει, κουνώντας το κεφάλι του:
– Ναι δεν λέω ότι έχει, αλλά όταν έπρεπε δεν ζορίστηκε. Ο Τζίτζικας παγώνει στο κρύο. Ας πρόσεχε! Εγώ για να έχω αυτά που έχω σήμερα και που με το ζόρι κάνω κάποια κέφια μου, ας πούμε κάτι εκδρομούλες, έφτυσα αίμα, ζορίστηκα. Ξέρετε τι αγώνα έχω κάνει εγώ;
Ο Θόδωρος ήξερε πολύ καλά ότι ο Νίκος τον αγώνα τον έκανε με τη φαντασία του, δεν ζορίστηκε περισσότερο από κανέναν άλλο, απλά ήξερε να διεκδικεί και να παίρνει από τους άλλους, φρόντιζε πάντα πολύ καλά τον εαυτό μου, και συνεχώς καυχιότανε. Όμως δεν είχε κουράγιο να μαλώσει με κανέναν τους. Ο κάθε ένας από αυτούς αντιλαμβάνονταν μόνο την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσαν. Σηκώθηκε, πλήρωσε τον καφέ του, τους χαιρέτισε και ξεκίνησε να πάει για τα φάρμακα του Φώτη.
Της Δέσποινας Ποτούρη