Όταν έκλεισα τη δουλειά να πάω στη Μελβούρνη κι ετοιμαζόμουνα, μου λέει η γυναίκα μου, » Πρέπει να μιλήσεις στον Γιώργο να τον προετοιμάσεις, μην του ´ρθει ξαφνικά »
Ο γιός μου ο Γιώργος μού είχε μεγάλη αδυναμία. Όταν πηγαίναμε κάπου ήθελε δίπλα στον μπαμπά, με το αυτοκίνητο του μπαμπά, δίπλα στην καρέκλα του μπαμπά , κολλητός μου.. Τον παίρνω λοιπόν με το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα στην Πεντέλη, να τον προετοιμάσω για το ταξίδι..
» Κοίτα, Γιώργο μου, εγώ πρέπει να πάω ένα ταξίδι. Θα πάω και θα γυρίσω. Εσύ λες ότι το αυτοκίνητο μου γέρασε. Πρέπει να τ´αλλάξουμε, θα πάρουμε ένα βάτραχο της Σιτροέν που σ´αρεσει. Κι η μαμά θέλει ν´αλλάξουμε τα έπιπλα, πρέπει να πάω, καταλαβαίνεις ;» – Ναι, μπαμπά .
» Εσύ θα μείνεις στο πόδι μου, να προσέχεις τις γυναίκες μη γίνει τίποτα. Εσύ θα ´σαι αρχηγός στο σπίτι , κατάλαβες, Γιώργο μου;» – Ναί, μπαμπά ..
Το βράδυ ετοιμάζανε οι γυναίκες τα πράγματα μου, τις βαλίτσες, ο Γιώργος με τις πιτζάμες παρακολουθούσε αναψοκοκκινισμένος, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τον βάλανε να κοιμηθεί.. Μετά απο λίγο η γυναίκα μου πάει στο δωμάτιο των αγοριών να τα σκεπάσει. Ο Γιώργος δέν είχε αποκοιμηθεί.. » Μαμά, να με ξυπνήσεις το πρωΐ, να πάω κι εγώ με τον μπαμπά στην Αυστραλία..Θα του σιδερώνω τα πουκάμισα» ..Δίπλα στο κρεβατάκι του ήταν το καλαθάκι που έπαιρνε στο νηπιαγωγείο, τ´άνοιξε η Εριφύλη, είχε βάλει δυο βρακάκια και δυο αυτοκινητάκια, έτοιμος για το ταξίδι.. Τον φίλησε η μάνα του και ήρθε στο δωμάτιο βουρκωμένη …