Εκείνη την εποχή σπούδαζα στο πανεπιστήμιο και είχα την πρώτη μου σοβαρή σχέση. Ο φίλος μου συμπαθούσε πολύ τις θείες μου και πολλές Κυριακές τρώγαμε μαζί τους. Οι ενοικιαστές της διπλανής μονοκατοικίας είχαν στο βλέμμα τους κάτι που σε τρόμαζε, παρόλο που ήταν πολύ ευγενικοί και εξυπηρετικοί απέναντί μας. Κάποιες φορές μας είχαν καλέσει στο σπίτι τους για καφέ και μου είχαν κάνει εντύπωση οι μαύροι τοίχοι και οι πολλοί καθρέφτες. Όταν το σχολίασα με τις θείες μου, εκείνες με καθησύχασαν:
– Α, κι εμάς μας παραξένεψε, αλλά μας είπαν ότι το μαύρο απορροφά το φως του ήλιου και ότι οι καθρέπτες μεγαλώνουν τον χώρο. Άλλωστε το σπίτι είναι παλιό και ψηλοτάβανο, και όσο και ν’ ανάψεις το καλοριφέρ, δεν παύει να είναι κρύο.
Κάθε χρόνο, στη γιορτή της θείας Ελένης, ο ανθισμένος κήπος και η μεγάλη βεράντα φιλοξενούσαν πολυάριθμους επισκέπτες. Βλέπεις οι θείες μου μπορεί να μην είχαν δικά τους παιδιά, αλλά όλοι στην οικογένεια τις λατρεύαμε και δεν λείπαμε ποτέ από τις γιορτές τους. Εκείνη τη χρονιά είχαν προσκαλέσει και τους ενοικιαστές τους. Τους θυμάμαι σε μία άκρη, απομονωμένους από όλους, να παρατηρούν τα πάντα και να σχολιάζουν γελώντας ειρωνικά. Την επόμενη μέρα, η θεία Ελένη πήρε τηλέφωνο στο σπίτι μας. Ήταν πολύ αναστατωμένη. Οι ενοικιαστές της τής είχαν κάνει δώρο ένα μαρμάρινο αγγελάκι, σαν αυτά που βάζουν για διακόσμηση στους τάφους.
Με τον καιρό, άρχισαν να συμβαίνουν πολλές ατυχίες στην οικογένειά μας. Η θεία Ελένη δεν ξαναγιόρτασε. Έπαθε ένα βαρύ εγκεφαλικό λίγες μέρες μετά τη γιορτή της, το οποίο της στέρησε την ομιλία και την κίνηση. Η θεία Ελπίδα έσπασε το ισχίο της. Το χαρούμενο σπίτι τους μετατράπηκε σε νοσοκομείο. Ευτυχώς είχαμε βρει δύο καλές κυρίες για να τις φροντίζουν, μιας και κανείς μας δεν ήθελε να πάνε σε ίδρυμα. Ένα πρωινό οι θείες μου κάθονταν στη βεράντα τους, ακινητοποιημένες στα αναπηρικά τους αμαξίδια. Εκείνη την ώρα, η ενοικιάστριά τους περνούσε μπροστά από το σπίτι τους. Μόλις είδε τις θείες μου, άρχισε να γελάει ασταμάτητα:
– Αχ, τι ωραίες πολυθρόνες! Μπράβο, μπράβο! Βγήκατε να πάρετε αέρα, ε; Εγώ πήγα για ψώνια. Πήρα δύο επώνυμες τσάντες, είπε κοιτώντας απαξιωτικά τη μπλε φανελένια ρόμπα που φορούσε η θεία Ελπίδα.
Η συνέχεια εδώ
*το παραπάνω κείμενο είναι κομμάτι της συνεργασίας μας με το thebluez.gr. Για θέματα αναδημοσίευσης και πνευματικής ιδιοκτησίας, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί τους.