Στο γραφείο δεν την ενδιέφερε που πίσω από την πλάτη της είχε πλέον το ψευδώνυμο σκύλα. Πάντα έλεγε εξάλλου καλύτερα σκύλα παρά σκυλάκι. Ίσως και να της άρεσε κατά βάθος αυτό, η θεωρία της ήταν πως ότι δεν μπορείς να φτάσεις το χλευάζεις και η αίσθηση ότι την ζήλευαν επικρατούσε σαν κατόρθωμα μέσα της. Εξάλλου ήταν όντως αυστηρή και στην δουλειά της, και στην ζωή της. Με την οικογένεια της, μάνα – πατέρα – αδερφό διατηρούσε τυπικές σχέσεις. Τους αγαπούσε φυσικά αλλά είπαμε, δεν άφηνε περιθώρια να χαλάσει τίποτα την ονειρική ζωή της. Η μητέρα της πολλές φορές της είχε κάνει νύξη για γάμους και παιδιά. Η Μάρθα απλά έληγε την συζήτηση με συνοπτικές διαδικασίες με ένα και μόνο βλέμμα.
Της άρεσε πολύ να προσέχει τον εαυτό της, να φοράει κομψά ρούχα, ακριβές κολόνιες μα πάνω από όλα λάτρευε τα μαλλιά της. Είχε πάθος με αυτά, εξάλλου ήταν το δυνατό σημείο της φαινόταν από μακριά. Κατάμαυρο ίσιο μαλλί μέχρι την μέση, ίσως και πιο κάτω από την μέση. Δεν έκανε δα και καμία προσπάθεια ήταν υπέροχο από μόνο του. Μόνο στην δουλειά έκανε μια κοτσίδα, από αυτές όμως που προδίδουν το μάκρος του, ποτέ δεν έκανε κότσους, μια μεγάλη μακριά κοτσίδα που έφτανε ως την μέση της.
Κάθε 2-3 μήνες πήγαινε στην κομμώτρια που επιτέλους είχε βρει εκεί την ησυχία της. Δεν της έλεγε ούτε να τα κοντύνει, ούτε να της πάρει τις άκρες παραπάνω. Γενικά δεν της έλεγε τις καθιερωμένες κλασικές συμβουλές που λένε στα κομμωτήρια, για αυτό και μόνο τον λόγο η Μάρθα πήγαινε εκεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Είχε βρει την ηρεμία της. Ένα όμορφο μοντέρνο κομμωτήριο, μια 27χρονη κομμώτρια που δεν της μίλαγε πολύ (δεν ήταν και πολύ του μπλα μπλα η Μάρθα) και όλα κυλούσαν ιδανικά.
Σήμερα λοιπόν ήταν η μέρα για το κομμωτήριο, το είχε σημειώσει ήδη δυο εβδομάδες πριν στην ατζέντα της. Στο κομμωτήριο ευτυχώς, κόσμος δεν υπήρχε, μα για αυτό είχε κλείσει Σάββατο πολύ νωρίς το πρωί. Καλημερίζει τυπικά την Ελένη με ένα χαμόγελο τύπου Μόνα Λίζα και κάθεται κατευθείαν στην καρέκλα. «Το γνωστό κουκλίτσα ξέρεις ίσα ίσα ένα δάχτυλο στις άκρες». Η Ελένη και σαν εικόνα και σαν χαρακτήρας το ακριβώς αντίθετο, σγουρό φουντωτό βαμμένο κόκκινο μαλλί μέχρι τους ώμους που πάντα κοσμούσαν κάτι μεγάλες κορδέλες με φιόγκους – εννοείται η Μάρθα τις σιχαινόταν -, πάντα χαμογελαστή και η φωνή της λίγο τσιριχτή λίγο ενοχλητική αλλά σε γενικές γραμμές η Μάρθα την συμπαθούσε και την ανεχόταν.
«Κουκλίτσα όσο μπορείς πιο γρήγορα, με τρέχουν Σαββατιάτικα για μια υπόθεση σε ένα νοσοκομείο, και δεν έχω χρόνο». Η Ελένη αγχώθηκε, πάντα την άγχωνε αυτή η γυναίκα με την ώρα. Και κάπου εκεί έγινε το μοιραίο, το ψαλίδι έφταιγε; Η κακιά η ώρα; Το άγχος; Πάντως το ένα καθιερωμένο δάχτυλο έγινε τρία. Το τι ακολούθησε δεν περιγραφόταν. Μια Μάρθα σε έξαλλη κατάσταση, να κοσμεί την Ελενίτσα με λόγια όπως «άχρηστη, ερασιτέχνη» και πολλά άλλα. Κατάσταση πανικού. Άδικα η Ελένη της εξηγούσε πως ούτε θα φαίνεται η διαφορά σε ένα τόσο πλούσιο μακρύ μαλλί, η Μάρθα έφυγε σαν δαίμονας πετώντας πίσω 30 ευρώ (το κούρεμα κόστιζε 20) και φυσικά η Ελένη της είχε πει πως δεν θα της το χρέωνε. «Κράτα δέκα παραπάνω να πάρεις κανέναν φιόγκο για την αφάνα σου» της είπε προσβλητικά, φεύγοντας.
Νεύρα, γκάζι για το μπουρδέλο (το νοσοκομείο εννοούσε) μονολογώντας μέσα στο αυτοκίνητο κοιτώντας ξανά και ξανά το εγκληματικό κούρεμα, τα χαμένα δύο δάχτυλα στο ολοφύσικο μαλλί της. Φτάνει, παρκάρει αρπάζει και τον χαρτοφύλακα με βία και μπουκάρει σαν ληστής στο νοσοκομείο να τελειώνει και με αυτό.
———-
Δυο μέρες αργότερα η Μάρθα ξύπνησε αποφασισμένη. Ακύρωσε κάθε πρωινό ραντεβού και σαν αλαφιασμένη έκανε την αγαπημένη της κοτσίδα στα μαλλιά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Περασμένες 12 το μεσημέρι, φτάνει έξω από το κομμωτήριο και μπαίνει μέσα σχεδόν σαν τυφώνας.
Κόσμος υπήρχε, και η Ελένη την πλησίασε διακριτικά για να αποφύγει το ρεζιλίκι που θα ερχόταν. Της μίλησε σχεδόν ψιθυριστά. «Μάρθα μου, έχεις κάθε δίκιο, απλά σε παρακαλώ μην το κάνεις θέμα τώρα, έχω κάποιες μάσκες τώρα, θα τα πούμε σε λιγ…» Η Μάρθα την διακόπτει ‘’Μπορείς να με βολέψεις τώρα, δεν θα πάρει ώρα μια διόρθωση θέλω σε αυτό το άθλιο κούρεμα’’. Η Ελένη την βάζει κατευθείαν χωρίς να πει πολλά σε μια άδεια καρέκλα που είχε μείνει στο τέλος του κομμωτηρίου’’ Πάει να της λύσει την κοτσίδα, η Μάρθα την διακόπτει, » Μην την λύσεις, κοψ’την, καρέ το θέλω’’. Η Ελένη προσπαθεί με κάθε τρόπο να της πει για τις μάσκες να την ηρεμήσει, υπέθεσε πως την ειρωνευόταν. «Κοντό καρέ Ελένη, κόψε την κοτσίδα» της ξαναλέει.
Η Ελένη κατάλαβε ότι μιλούσε σοβαρά, με τρεμάμενα χέρια το έκανε. «Μάρθα, τι…;» δεν προλαβαίνει να μιλήσει η Μάρθα απλά λέει «Τόσα χρόνια κοιτούσα τον ένα πόντο στα μαλλιά, μέχρι που είδα ανθρώπους να χαμογελάνε και να μην έχουν ούτε μαλλιά, ούτε βλεφαρίδες, και όχι από επιλογή αλλά από χημειοθεραπεία. Θέλω δύο χάρες Ελένη, η πρώτη είναι να στείλεις την κοτσίδα μου στο δωμάτιο 301 στο Αντικαρκινικό νοσοκομείο, έψαχνε φυσική περούκα και είναι μόνο 20 ετών’’ Η Ελένη άναυδη κοιτάει την δακρυσμένη Μάρθα και την ρωτάει συγκινημένη «Και η δεύτερη χάρη;»
«Να μου πεις από ποιο μαγαζί αγοράζεις τους φιόγκους σου, και τις κορδέλες σου. Θέλω να αγοράσω και εγώ» αποκρίνεται η Μάρθα με ένα ειλικρινές γλυκό χαμόγελο, πιάνοντας γλυκά το φιογκάκι της Ελένης…
Της Δέσποινας Μανάκου
Πηγή: thebluez.gr