Μεγαλώνοντας, νόμιζα ότι ήμουν το μόνο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς μου ήταν εργατικοί και φτωχοί για τα δεδομένα της κοινωνίας μας, αν και βγάζαμε αρκετά για να ζούμε αξιοπρεπώς. Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που έκανε την παιδική μου ηλικία διαφορετική.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο μπαμπάς μου με έπαιρνε μαζί του, για να επισκεφτούμε κάποια «φίλη» του. Μικρό παιδί εγώ, που να πάει στο πονηρό το μυαλό μου. Υπήρχε μια κυρία συνομήλικη του μπαμπά μου με τα τέσσερα παιδιά της, τα οποία με τον καιρό έγιναν επτά. Έπαιζα με τα παιδιά αυτά, ενώ ο πατέρας μου και η μαμά τους έκαναν παρέα. Ο μπαμπάς μου, μου υπενθύμιζε συνεχώς ότι δεν έπρεπε να το πω στη μαμά μου. Ήταν πολύ ζηλιάρα και μπορεί να παρεξηγούσε ένα απλό καφέ.
Κοιτάζοντας πίσω, όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα, αλλά τα παιδικά μάτια είναι πολύ αθώα για να δουν. Τα παιδιά αυτά αποκαλούσαν «μπαμπά» τον πατέρα μου. Μου εξήγησε ότι δεν ήταν μπαμπάς τους και ότι ήθελαν απεγνωσμένα μια «πατρική φιγούρα». Δεν ήμουν παρά ένα κοριτσάκι, που πίστευε ό, τι του έλεγαν. Ρώτησα το μπαμπά μου μία φορά γιατί επισκεπτόταν τόσο συχνά τη γυναίκα αυτή, της ψώνιζε πράγματα και της τα πήγαινε στο μαγαζί. Μου είπε ότι ήταν χήρα και ότι είχε συμφωνήσει με τη μαμά μου να τη βοηθήσουν να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν για χρόνια. Ο πατέρας μου τις περισσότερες φορές γύριζε σπίτι μετά τα μεσάνυχτα, εκτός από εκείνες τις σπάνιες νύχτες, που ερχόταν νωρίς στο σπίτι και με πήγαινε στο άλλο σπίτι. Κάθε φορά που δεν ήθελα να πάω, έδειχνε ενοχλημένος.
Ήμουν 14 χρονών όταν τα έμαθα όλα. Μια συγγενής μας ήρθε να μείνει μαζί μας για σπουδές. Κάποια στιγμή τσακώθηκε με τον πατέρα μου και έφυγε από το σπίτι. Φεύγοντας μου είπε: «Ξέρεις ποια είναι η γυναίκα αυτή, που βλέπεις συνέχεια με τον πατέρα σου;» ρώτησε. «Δεν είναι φίλη. Είναι σύζυγός του και εκείνα είναι τα παιδιά του».
Τον αντιμετώπισα στα ίσα λίγες μέρες αργότερα. Αναστέναξε και ομολόγησε ότι όντως ήταν παιδιά του. Νόμιζα για ένα δευτερόλεπτο ότι θα κλάψει. Ο μπαμπάς μου; Ο αυστηρός στρατιωτικός πατέρας μου θα έκλαιγε; Πρέπει να κατάλαβε πόσο ευάλωτος φάνηκε, διότι εξοργίστηκε και προσπάθησε να το γυρίσει υπέρ του. Πώς τόλμησε να το κάνει; Πώς μπόρεσε να προδώσει την οικογένειά μας; Δεν ήξερα αν η μαμά μου γνώριζε.
Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Όχι μόνο είχα ανακαλύψει ότι όλη μου η ζωή ήταν ένα ψέμα, αλλά τώρα, αν τολμούσα να το πω στη μητέρα μου, θα πέθαινε από τον καημό της. Ακόμη και τώρα, όμως, πίστευα ακόμα κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του.
Μόλις ηρέμησε, ο μπαμπάς μου προσπάθησε να μου εξηγήσει τί και πώς συνέβη. Γνώρισε τη μητέρα μου και την άλλη γυναίκα περίπου τον ίδιο καιρό. Και οι δύο έμειναν έγκυες την ίδια στιγμή. Αντί να επιλέξει τη μία από τις δύο, αποφάσισε να τις «κρατήσει» και τις δυο, όπως το έθεσε. Η άλλη σύζυγός του γνώριζε για τη μαμά μου και μένα, αλλά η μαμά μου δεν ήξερε για «αυτούς». Ήταν ευαίσθητη, δεν έπρεπε να το μάθει. «Βοηθούσαμε» τη μαμά μου με το να της το πούμε, έτσι αποφάσισα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.
Λίγα χρόνια αργότερα, το είπα σε μια ξαδέλφη μου εμπιστευτικά και εκείνη το ξεφούρνισε στα αδέρφια της μάνας μου. Σε ένα γάμο οι θείοι και οι θείες μου την πλεύρισαν και της είπαν ότι ο πατέρας μου είχε παράλληλα κι άλλη οικογένεια. Της είπαν ότι έπρεπε να τον παρατήσει αμέσως, αλλά η μητέρα μου το ξέκοψε ορθά κοφτά και ζήτησε να μη μιλήσουν ξανά για το θέμα αυτό.
Έπρεπε να καταλάβω το γιατί. Όταν τη ρώτησα, είπε ότι δεν είχε ούτε το μυαλό ούτε την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσει ένα παιδί μόνη της και χρειαζόταν τη βοήθεια του πατέρα μου. «Πώς ήταν δυνατό να μην το ξέρεις» ρώτησα «όλα αυτά τα χρόνια που έρχεται σπίτι νύχτα;» και είπε, «Μαρία, δεν είμαι αφελής. Αυτή είναι η τελευταία φορά που το συζητάμε!»
Δεν συγχώρεσα ποτέ τον πατέρα μου. Τον μίσησα για αυτό που μας έκανε. Αναγκάστηκα να περάσω χρόνο με ανθρώπους που δεν ήξερα ποιοι πραγματικά ήταν. Ο πατέρας μου είναι σκληρός για να αγαπήσει και όλα του τα παιδιά του έχουν περίεργες σχέσεις μαζί του. Η δική μου είναι ανύπαρκτη. Δεν έχουμε μιλήσει τα τελευταία 4 χρόνια, από τότε δηλαδή που ανακάλυψα ότι έχει και ερωμένη. Πάει στα κομμάτια ότι είχε δύο συζύγους. Αλλά και ερωμένη; Αυτό παραπήγαινε. Του είπα ότι δεν με ενδιέφερε να ακούσω άλλα κατορθώματά του. Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του και βρίζοντας. Δεν του ξαναμίλησα από τότε.
Παίρνει τηλέφωνο πού και πού. Αφήνει φωνητικά μηνύματα για το ότι δεν με έχει ανάγκη στη ζωή του και πάντα ήξερε ότι θα πεθάνει μόνος του σαν το σκυλί και μου εύχεται καλή τύχη. Έχει να κάνει με τον έλεγχο. Αισθάνεται ευάλωτος και το μισεί αυτό. Αυτό που θέλει από μένα είναι να τρέχω πίσω του, να πέσω στα πόδια του και να του ζητήσω γονατιστή συγγνώμη.
Δεν έκανα κάτι κακό, οπότε δεν είμαι υποχρεωμένη να του ζητήσω συγγνώμη.
Στην εφηβεία μου, υποσυνείδητα φερόμουν όπως ο πατέρας μου. Στα 18 μου κάτι έσπασε μέσα μου. Κάθισα στο σαλόνι με τον τότε φίλο μου, ο οποίος φορούσε βέρα. Προφανώς, δεν είχε αποκαλύψει το γάμο του και εγώ έκανα πως δεν το έβλεπα. Εκείνη τη στιγμή είδα τη ζωή μου από τη σκοπιά εκείνης της άλλης γυναίκας. Τον έδιωξα από το σπίτι μου και από τη ζωή μου και αποφάσισα να μην παντρευτώ έναν άνθρωπο που με θεωρούσε κτήμα του και όχι σύντροφό του.
Έγινα ακριβώς το αντίθετο από τη μητέρα μου. Όχι μόνο είμαι κατηγορηματική για το τί θα δεχόμουν σε μια σχέση, αλλά ξεκίνησα και καριέρα σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο κλάδο – τις κατασκευές. Η εμμονή να μη γίνω σαν τη μητέρα μου ήταν μεγάλη.
Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο για το μπαμπά μου δεν είναι ότι κεράτωσε τη μαμά μου ή ότι ανάγκασε δύο οικογένειες να ζουν χωριστά και κρυφά, ούτε καν η δόλια συμπεριφορά του. Είναι ότι μου στέρησε τον πατέρα που θα έπρεπε να έχω.