Υπάρχει και αυτή η κατηγορία αντρών που προτιμά τα μπάζα και αν νομίζεις ότι είμαι τόσο πεζή που θα μιλήσω για εμφάνιση γελιέσαι.
Μπάζο στη ψυχή αγάπη μου, μπιντές και λεκάνη ετοιμόρροπου.
Γιατί σε άφησε γι’ αυτήν;
Για πολλούς λόγους.
Ο βασικός, ότι του μοσχοπούλησε (aka πούλησε στον μόσχο) το παραμύθι «είμαι ελεύθερη και θέλω να είσαι και εσύ και δεν θα έχουμε δεσμεύσεις». Παλιό το κόλπο αλλά ακόμα πιάνει.
Ο «άντρας» δεν θέλει γλύκες και αγάπες και ζεστές παντόφλες στην εξώπορτα.
Θέλει όταν δεν παίζει με το πουλάκι του, να παίζεις με το εγώ του.
Να τον βάζεις να τεστάρει κάθε μέρα πόσο περνάει η μπογιά του.
Να τον έχεις για τον π@τσο.
Ίσως ούτε καν γι’ αυτόν.
Να του πατάς κάθε τόσο μια εξαφάνιση, μετά να είσαι μέσα στον έρωτα, καπάκι να το παίζεις αναποφάσιστη ΔΞ/ΔΑ και μετά να βάζεις και τις φίλες σου να υπονοούν ότι κάτι τρέχει με άλλον, για να τον κάνεις να νομίζει ότι θα χάσει το κελεπούρι.
Μέχρι να σου ζητήσει παραπάνω από ένα πήδημα.
Και να φανεί κιόλας πως ήταν δική του ιδέα.
Το παν στο παραμύθι είναι να κάνεις τον άλλον να πιστέψει πως σε «ερωτεύτηκε».
Αν το κάνεις αυτό, κέρδισες.
Ναι σου λέω το κόλπο πιάνει, αλλά μόνο σε έναν.
Στο ίδιο μπάζο που «ερωτεύτηκε» το μπάζο.
Πρέπει να είσαι πολύ ηλίθιος για να καταπίνεις τσιμεντόλιθους.
Πρέπει να είσαι πολύ ρηχός για να «αγαπάς» μια γυναίκα ανάλογα με το αν και πόσο σε παιδεύει και να είσαι και σίγουρος από πάνω, ότι ένα τέτοιο άτομο, σε αγαπά πραγματικά και όχι για το εγώ του.
Το ίδιο εγώ που έχεις και εσύ όταν μέσα σου ξέρεις την αλήθεια, αλλά αντί να την παραδεχτείς, μιλάς για καλόκαρδους ανθρώπους εκεί που δεν υπάρχουν.
Οι καλόκαρδοι άνθρωποι, δεν βγάζουν το λάδι σε αυτόν που αγαπούν.
Οι καλόκαρδοι άνθρωποι, δεν έχουν ανάγκη από ψέματα για να τραβήξουν τη προσοχή.
Δεν αδικούν τους γύρω τους για να φανούν καλοί.
Δεν χρειάζεται να φανούν καλοί.
Είναι.
Οι καλόκαρδοι άνθρωποι δεν έχουν καμία σχέση με το μπάζο που άφησες να σου μπαζώσει τη ζωή.
«Άντρες» με θράσος δημοτικού και κριτήρια Λυκείου, δεν δικαιούνται να έχουν καλή ζωή, όταν γαμάνε των διπλανών τους.
Εκείνων που τους αγαπούσαν με καρδιά και όχι με διακόπτη αλλά τους πέταξαν δίπλα στη Μπάρμπι.
Σε εκείνη τη Μπάρμπι που δεν έπαιξε ποτέ το μπάζο τους όσο ήταν παιδί, και από τότε, του ‘μεινε ψυχολογικό να νομίζει πως μπορεί να παίζει με τους ανθρώπους.
Ο άλλος λόγος που τη διάλεξε, είναι απλός.
Μπάζο αυτή, παλιατζής αυτός, τα βρήκανε.
Και σε καλή τιμή.