Λίγο πολύ όλοι μας, ακόμα και εμείς, που έχουμε αμάξι και έχουμε γλιτώσει αυτόν τον πανζουρλισμό των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, έχει χρειαστεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσουμε το μετρό ή κάποιο λεωφορείο, αφενός γιατί δεν θέλουμε να ξεπαρκάρουμε το αμάξι (μια βδομάδα παραμόνευα να πιάσω την καλή τη θέση) και αφετέρου γιατί (το Μετρό ειδικά), κακά τα ψέματα σε πάει στην άλλη άκρη της Αττικής σε χρόνο dt. Άντε να μπλέξεις με αμάξι στο Κέντρο και σε κάτι γύρω περιοχές.
Η αλήθεια για μένα είναι, ότι είχα χρόνια να πάρω λεωφορείο. Στο Γαλάτσι, που μένω ζούμε ακόμα στον προηγούμενο αιώνα. Για Μετρό ούτε λόγος. Πρώτα θα γεράσω και μετά θα πάω στα εγκαίνια του νέου σταθμού με τη μαγκούρα μου και όλοι θα λένε «Έλα γιαγιάκα να κάτσεις». Όλα κι όλα, έχουμε δυο λεωφορεία σαν βασική συγκοινωνία και άλλες δυο γραμμές, ας τις πούμε βοηθητικές, που πάνε στον προορισμό τους μέσω Γαλατσίου.
Αποφεύγω τα λεωφορεία, όσο μπορώ. Όλα με ενοχλούν, ο θόρυβος, οι φωνές, η άλλη, που γκαρίζει στο τηλέφωνο, οι τσακωμοί, όλα…Συν ότι σιχαίνομαι να ακουμπήσω το παραμικρό.
Την προηγούμενη εβδομάδα, που λέτε, άφησα το αμάξι μου για σέρβις και έπρεπε αναγκαστικά να μετακινηθώ με συγκοινωνία. 3 μέσα άλλαξα, για να φτάσω στη δουλειά μου. 2 λεωφορεία και ένα μετρό. Έφαγα μιάμιση ώρα για μία διαδρομή, που με το αμάξι κάνω σε μισή ώρα, άντε τρία τέταρτα. Αλλά χαλάλι λες για μία φορά. Το θέμα μου είναι αλλού.
Είχα ξεχάσει, πώς είναι να πηγαίνεις κάπου με λεωφορείο. Η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Ανοίγουν οι πόρτες, για να κατέβεις και όλοι μπουκάρουν, πριν προλάβεις να κατέβεις, μη χάσουν τη θέση. Και όχι μόνο μπουκάρουν, σε ποδοπατάνε, σε ρίχνουνε κάτω και σε βρίζουνε κι από πάνω. Τραγική η κατάσταση. Με ξεπερνά.
Σε μένα έτυχε το άλλο, που ανέκαθεν ήταν «θέμα» στη Δημόσια Συγκοινωνία. Σχόλασα στις 9 το βράδυ λόγω του ότι λόγω εορτών γίνεται ένας χαμός και οι προετοιμασίες είναι πολλές. Με λίγα λόγια έφαγα στη δουλειά 13 ώρες με ένα μισάωρο διάλειμμα. Όλη την ώρα ήμουν σήκω-κάτσε, πέρα-δώθε. Μου βγήκε η πίστη, αλλά ας όψονται οι γιορτές.
Πάω στη στάση. Η ηλεκτρονική πινακίδα με γείωσε κάπως απότομα, γιατί το λεωφορείο μου θα ερχόταν σε 38 λεπτά. Τί άλλο μπορούσα να κάνω από το να περιμένω…Όρθια, γιατί στη στάση κάθονταν άλλοι. Μπαίνοντας στο λεωφορείο, ήμουν τυχερή κι έκατσα στην τελευταία διαθέσιμη θέση, που υπήρχε. Μόλις έκατσα ένιωσα μια απίστευτη ανακούφιση και χαλάρωση. Ήμουν τόσο κουρασμένη, που δεν την πάλευα να σταθώ άλλο όρθια. Έκλεισα και λίγο τα ματάκια μου, εξάλλου είχα δρόμο μπροστά μου.
2 στάσεις μετά μπαίνει μέσα μια κυριούλα κοντά στα 60. Κοτσονάτη, καλοφτιαγμένη, μαλλί κομμωτηρίου, βαμμένο νύχι, βαμμένη η ίδια και παρφουμαρισμένη. Μπαίνοντας μέσα, το μάτι της ραντάρ. Κοιτούσε γύρω ωσάν το γυπαετό, που παραμονεύει το θήαραμά του. Πέρασε από σκάνερ όλο το λεωφορείο, αλλά θέση άδεια δεν…Δεν πειράζει σκέφτηκα. Μια χαρά είναι η κυρία, ούτε ανήμπορη, ούτε ανάπηρη, μια χαρά αεράτη και γρήγορη στις κινήσεις της ήταν, ας κάτσει λίγο όρθια, κάποια θέση θα αδειάσει. Μάλλον δεν συμφωνούσε μαζί μου. Ήρθε και κατσικώθηκε δίπλα μου. Κολλητά, όμως. Το στήθος της ήταν σχεδόν χωμένο στη μούρη μου με το λεωφορείο πλην των καθήμενων να είναι άδειο. Τί να της έλεγα; Πάρτε μαντάμ τις βυζ@ρες σας, που τις έχετε και πλούσιες από το πρόσωπό μου; Όχι δεν ήταν σωστό. Αλλά το σκέφτηκα. Απλά της χαμογελούσα ευγενικά.
Η κυρία αυτή φανερά είχε μπανίσει τη θέση μου και ακόμα πιο φανερά τη διεκδικούσε. Έβηχε, ξερόβηχε, με κοίταζε έντονα, σαν να μου λέει: «Μωρή μουλάρα, ακόμα κάθεσαι; Φτου σου. Τσακίσου σήκω», αλλά ανοιχτά δεν εκφράστηκε. Δεν την έπαιρνε κιόλας. Εγώ πάντως την περίμενα. Μια δυο θα έκανε το μπραφ.
Πέντε λεπτά μετά, ο οδηγός έκανε έναν απότομο ελιγμό, για να αποφύγει έναν ποδηλάτη και η κυριούλα κάπως έχασε την ισορροπία της και πήγε να πέσει. Με κοίταξε με μία κακία, μόλις επανήλθε, που νόμιζα ότι θα με χαστούκιζε. Λες και έφταιγα εγώ, που δεν κρατιόταν καλά. Πάλι όμως δεν είπε κάτι. 5 στάσεις μετά κατέβηκε χωρίς να μου παραπονεθεί ανοιχτά, αν και ήταν φανερά εκνευρισμένη.
Αυτό πια με τις θέσεις έχει καταντήσει μεγάλη αηδία. Αν μου έλεγε το παραμικρό, ήμουν διατεθειμένη να τσακωθώ άσχημα μαζί της. Ήμουν στη δουλειά όλη μέρα, τα πόδια μου δεν με κρατάγανε, γιατί να είμαι υποχρεωμένη να σηκωθώ; Εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Δεν κουράζομαι; Δεν έχω ανάγκη από μια θέση να κάτσω; Τί; Επειδή είμαι 30 και εκείνη 60 κάτι; Ούτε ανήμπορη ήταν, ούτε τίποτα. Αν έμπαινε καμιά γιαγιάκα ή κανένας παππούλης από εκείνους, που είναι εμφανώς ταλαιπωρημένοι από τα χρόνια, που κουβαλάνε, πρώτη θα σηκωνόμουν και ας σερνόμουν. Αλλά όχι. Στην περίπτωσή της δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να σηκωθώ.
Δεν μου άρεσε ούτε ο τρόπος της, ούτε το βλέμμα της, ούτε το θράσος της. Εμένα με ρώτησε από τί ώρα είμαι στη δουλειά, τί αγώνα έκανα όλη μέρα; Όχι φυσικά. Μπροστά σε μία θέση να αράξουμε τον πισινό μας, τίποτα δεν μετράει. Δεν έχει σημασία, αν είσαι ξενυχτισμένος, γιατί δούλευες όλη μέρα, δεν έχει σημασία, αν έχεις πυρετό και νιώθεις χάλια, δεν έχει σημασία, που ζαλίζεσαι από την κούραση. Σημασία έχει να σηκωθείς, γιατί το οφείλεις, όταν έχεις μπροστά σου κάποιον μεγαλύτερο.
Όχι, αγαπητή μου, δεν θα σηκωθώ. Αν υπήρχε ανάγκη, θα το έκανα, αλλά για πάρτη σου όχι. Κάτσε όρθια, δεν παθαίνεις τίποτα. Πριν απαιτήσεις, κόψε λίγο κίνηση.
Οι θέσεις δεν ανήκουν σε κανέναν. Όταν νιώσεις την ανάγκη να κάτσεις, θα το κάνεις και δεν θα ρωτήσεις κανέναν. Εσένα εξάλλου σε ρωτάει κανείς, όταν πάει να κάτσει; Σε ρώτησε, πώς ήταν η μέρα σου και αν νιώθεις καλά; Όχι…
Ακόμα θυμάμαι σαν μαθήτρια έναν παππούλη, που σηκώθηκε από τη θέση του και μου είπε: «Έλα παιδί μου να κάτσεις, που κουβαλάς και αυτή την τσάντα. Κουράζεστε κι εσείς πολύ, το έχετε ανάγκη περισσότερο από εμάς, που καθόμαστε πια όλη μέρα». Σοφός ο κυριούλης. Να είναι καλά, όπου κι αν είναι.