Είμαι παντρεμένη και σύντομα χωρισμένη. Είχα δύσκολη παιδική ηλικία, καθώς η μητέρα μου έμεινε έγκυος εκτός γάμου και οι γονείς του πατέρα μου αντέδρασαν έντονα. Επειδή μένανε όλοι μαζί, οι γονείς μου αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι και να νοικιάσουν αλλού.
Ο βασικός λόγος ήταν ότι η μητέρα μου δεν ήταν Χριστιανή Ορθόδοξη. Αναγκάστηκε να βαφτιστεί για να μπορέσει να παντρευτεί τον πατέρα μου και να ευχαριστήσει τους γονείς του. Αυτή η αλλαγή στη θρησκεία της ωστόσο ήταν εικονική. Εξακολουθούσε να στηρίζει τα ήθη και τα έθιμα του τόπου και της κουλτούρας της με την οικογένειά της, αλλά μπροστά στον παππού μου το έπαιζε «θρήσκα» για να τον εντυπωσιάσει.
Κατά τη διάρκεια της σχολικής μου ζωής μετακομίζαμε από πόλη σε πόλη λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Η οικονομική μας κατάσταση δεν ήταν πολύ καλή.
Το μόνο που κάναμε ήταν να προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε τον παππού μου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ακόμα και αφού μας είχε αποδεχτεί.
Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και αφού είχαμε γυρίσει όλη τη χώρα, καταλήξαμε τελικά στην πόλη που γεννήθηκα και δίπλα σχεδόν στο σπίτι των παππούδων μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Είχε φτιάξει μια λίστα με κανόνες, τους οποίους δεν τολμούσαμε να παρακούσουμε ούτε εγώ ούτε η αδερφή μου. Πάντα ανησυχούσε ότι θα ερωτευόμουν και εγώ κάποιον «αλλόθρησκο», όπως έλεγε και ο παππούς μου θα μας μισούσε ακόμη περισσότερο.
Παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Ήμουν πολύ καλή και σαν μαθήτρια και σαν φοιτήτρια και έτσι δεν του έδινα καμία αφορμή να παραπονεθεί. Ωστόσο στο τελευταίο έτος των σπουδών μου, μου προσέλκυσε το ενδιαφέρον ένα αγόρι, που προσπαθούσε από καιρό να με εντυπωσιάσει.
Ο πατέρας μου είχε τα δικά του προβλήματα εκείνη την εποχή. Χτυπούσε τη μητέρα μου και εμάς, τις κόρες του χωρίς λόγο πολλές φορές.
Σύντομα διαπίστωσα ότι το αγόρι αυτό ενδιαφερόταν για τη φίλη μου και όχι για μένα. Δεν ασχολήθηκα και πολύ. Τελείωσα τις σπουδές μου, πήρα το πτυχίο μου με άριστα και έφυγα με υποτροφία να κάνω το μεταπτυχιακό μου μακριά από το σπίτι μου και μακριά από τους γονείς μου. Ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής μου.
Στο πρώτο έτος ήρθα πολύ κοντά με ένα αγόρι. Είχε χωρίσει πρόσφατα και παρόλο που ήξερα ότι με ήθελε, δεν ήθελε δεσμεύσεις και τέτοια.
Επέλεξε να το παίξει εκ του ασφαλούς και πρότεινε σε μια άλλη κοπέλα να τα φτιάξουν. Εγώ απ’ ότι φαίνεται ήμουν λίγη στα μάτια του και δεν του έκανα.
Με πλήγωσε πολύ και από τότε άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου. Πίστευα ότι ήμουν άσχημη και ότι δεν ήμουν άξια ούτε να αγαπηθώ ούτε να γυρίσει κάποιος να με κοιτάξει. Έπεσα σε κατάθλιψη και πήρα απότομα βάρος.
Μετά ένα άλλο παιδί, συμφοιτητής και μικρότερός μου με προσέγγισε. Μου είπε ότι πάντα του άρεσα και ότι ήθελε να μου το πει, αλλά ντρεπόταν.
Αρχικά δεν μου άρεσε, αλλά λίγο η μοναξιά μου λίγο οι φίλοι μου, που επέμεναν να το ξανασκεφτώ, ήρθαμε πιο κοντά. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι αυτός ο άνθρωπος θα μου όριζε τη ζωή.
Αρχίσαμε να περνάμε όλο και περισσότερο χρόνο μαζί εντός και εκτός πανεπιστημίου. Μου είπε ότι δεν θα με αφήσει ποτέ, θα είναι για πάντα κοντά μου και ότι θα έβρισκε τρόπο να πείσει τους δικούς μου.
Μετά το τέλος του μεταπτυχιακού, θα γυρνούσα πίσω στο πατρικό μου ψάχνοντας για δουλειά. Τότε ήταν που μου έκανε πρόταση γάμου.
Ο φόβος μη χάσω κάποιον που με αγαπούσε τόσο με έκανε να δεχτώ την πρότασή του. Η αγάπη του με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής. Μιλούσαμε όλη την ώρα για το μέλλον, το γάμο και για τα παιδιά μας.
Καθώς ήμουν μεγαλύτερη από εκείνον, τελείωσα νωρίτερα και έπιασα δουλειά, αλλά αυτό δεν σταμάτησε την επικοινωνία μας. Συναντιόμασταν τακτικότατα και πιο πολύ στις διακοπές.
Ωστόσο, οι γονείς μου άρχισαν να υποψιάζονται τί γινόταν. Έβλεπαν τα τηλεφωνήματα που κρατούσαν ώρες ατέλειωτες. Ο πατέρας μου ειδικά αισθανόταν ότι κάτι συνέβαινε με αυτό τον νεαρό και προειδοποίησε τη μητέρα μου να έχει το νου της.
Άρχισα να περνάω περισσότερο χρόνο στη δουλειά μου για να μπορώ να του μιλάω ελεύθερα. Τσακωνόμασταν συχνά, αλλά ήταν πάντα εκείνος που ζητούσε συγγνώμη. Ένιωθα το σεβασμό και την αγάπη, που έτρεφε για το πρόσωπό μου. Μου δήλωσε ότι μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και δεν θα με προδόσει ποτέ.
Σύντομα, οι γονείς μου άρχισαν να αναζητούν τον κατάλληλο σύντροφο για μένα. Ήθελαν να με ξεφορτωθούν από το σπίτι και ένα προξενιό ήταν η λύση που αναζητούσαν. Άρχισα να πιέζω το φίλο μου να επισπεύσουμε το γάμο. Αν ήθελε να είναι για πάντα κοντά μου θα έπρεπε και να με παντρευτεί. Δεν έφερε αντίρρηση. Μετακόμισε κοντά μου και έπιασε δουλειά. Ήρθε μάλιστα να μιλήσει και στον πατέρα μου και εκείνος αμέσως εξέφρασε την αντίρρησή του για το γάμο αυτό.
Απαίτησε να χωρίσουμε, αλλά αρνήθηκα. Έδειρε και εμένα και τη μάνα μου που μπήκε στη μέση. Η νοοτροπία του έλεγε ότι όποιος κάνει λάθος πρέπει να τιμωρείται και το δικό μου λάθος ήταν ότι ερωτεύτηκα κάποιον που δεν ενέκρινε. Τον έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μέρα και τον ρωτούσε αν με αγαπάει. Κάθε φορά που έλεγε «ναι», ο πατέρας μου με χτυπούσε για να σταματήσω να του μιλάω.
Άντεχα ελπίζοντας ότι κάποια μέρα αυτή η δυστυχία θα τελειώσει και θα είμαστε μαζί. Η μέρα αυτή τελικά έφτασε.
Ήρθε στο σπίτι μου για να συζητήσουμε άλλη μια φορά για το γάμο μας. Ο πατέρας μου είχε πειστεί ότι ό, τι κι αν έκανε, αυτόν θα παντρευόμουν. Τόσο αποφασισμένη ήμουν. Τον ρώτησε αν θέλει να με παντρευτεί και εκείνος προς έκπληξη όλων είπε: “Όχι». Έπαθα σοκ. Οργίστηκα τόσο πολύ, που τον χαστούκισα και σηκώθηκα και έφυγα. Το ίδιο πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι ήταν ερωτευμένο μαζί μου και με έκανε να πιστεύω ότι μαζί μπορούμε να ξεπεράσουμε τα πάντα, με παράτησε στα κρύα του λουτρού.
Ξαφνικά, ο κόσμος μου διαλύθηκε, αλλά τον αγαπούσα ακόμα. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι αυτή η κατάσταση με τους γονείς μου κάπως τον είχε κουράσει και ότι θα έπρεπε σιγά σιγά να ο καθένας μας να πάρει το δρόμο του. Προσπάθησα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν τολμούσα. Μετά από λίγο, αρχίσαμε να μιλάμε ξανά. Αγόρασα ξεχωριστή κάρτα SIM για να μιλάω μαζί του χωρίς να το ξέρουν οι δικοί μου και ελπίζαμε όλα να πάνε καλά και να μπορέσουμε να τα ξαναβρούμε. Οι γονείς μου είχαν αποφασίσει να με παντρέψουν με άλλον και προσπαθούσα πολύ να τους χαλάσω τα σχέδια.
Κάθε φορά που χάλαγα ένα προξενιό, ο πατέρας μου έδερνε εμένα και τη μάνα μου. Κλασικά. Η μητέρα μου με βασάνιζε επίσης, αλλά με το δικό της τρόπο.
Μισούσα τους γονείς μου, επειδή προσπαθούσαν να μου ελέγξουν τη ζωή. Ήθελαν να ικανοποιήσουν το εγώ τους και να εντυπωσιάσουν τον παππού μου και τους συγγενείς τους.
Μια μέρα έσκασε στο σπίτι ένα καινούργιο προξενιό, αλλά ό, τι κι αν έκανα, τα κόλπα μου πια δεν έπιαναν. Τον καινούργιο από την πρώτη στιγμή τον αντιπάθησα. Σαν τον φίλο μου δεν ήταν κανένας. Του έδειξα το προφίλ του υποψήφιου γαμπρού στο Facebook και μου ζήτησε να προχωρήσω μαζί του, διότι να παντρευτούμε μεταξύ μας τη δεδομένη στιγμή, δεν γινόταν. Συζητήσαμε τη μελλοντική πιθανότητα διαζυγίου και εκ νέου γάμου μαζί του, αλλά δεν το έβλεπα να γινόταν.
Προχώρησα με τον καινούργιο, αν και έκανα ότι μπορούσα για να τον απωθήσω. Του είπα ότι ήμουν αλκοολική, ότι κάπνιζα, ότι τα ζώδιά μας δεν ταίριαζαν και ότι στο παρελθόν είχα κάνει πολλά, που δεν με τιμούσαν ως άνθρωπο και γυναίκα.
Δοκίμασα τα πάντα για να τον βγάλω από τη μέση, αλλά δεν τα κατάφερα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν, όπως τα περίμενα. Ήξερε για την άλλη μου σχέση και μου ζήτησε να αποστασιοποιηθώ σιγά σιγά μιας και θα παντρευόμασταν.
Δεν είχα άλλη επιλογή. Προσευχόμουν για ένα θαύμα, αλλά αυτός που αγαπούσα δεν μπορούσε να είναι δικός μου. Ωστόσο δεν θα τα παρατούσα κι ας ξεκινούσα μια νέα ζωή με το «προξενιό» των γονιών μου.
Τελικά παντρευτήκαμε. Στη αρχή προσπάθησα πολύ να τον κρατήσω σε απόσταση. Δεν ήθελα ούτε σεξ να κάνω μαζί του, ούτε τίποτα. Απέφυγα να ανεβάσω στα κοινωνικά δίκτυα φωτογραφίες του γάμου μου. Ήξερα ότι ο πρώην μου θα τις έβλεπε και δεν ήθελα να τον πληγώσω.
Ο σύζυγός μου ήταν πολύ υποστηρικτικός απέναντί μου. Δεν συμπαθούσε καθόλου τους γονείς μου κάτι που με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Κάθε φορά που έμπαιναν στη μέση και προσπαθούσαν να ελέγξουν τη ζωή μου έμπαινε κι αυτός στη μέση και τους έβαζε στη θέση τους.
Έδειξε έναν χαρακτήρα, που πολύ μου άρεσε. Δυστυχώς όμως, οι ανασφάλειές μου δεν με άφηναν να ηρεμήσω. Πάντα αναρωτιόμουν τί να κάνει και πού να είναι ο πρώην μου. Κανείς δεν ήταν σαν αυτόν.
Ο άντρας μου είχε μεγάλη υπομονή και επιμονή. Ήξερε τί μου συνέβαινε και μου έλεγε συνέχεια ότι ο χρόνος θεραπεύει τα πάντα. Με τον καιρό άρχισα να του ανοίγομαι όλο και περισσότερο. Του είπα για τους γονείς μου, πώς μου συμπεριφέρονταν και πόσο πολύ τους μισούσα.
Όσο περισσότερα του έλεγα, τόσο πιο πολύ τους κοντράριζε. Εγώ, όμως, κολλημένη. Πάντα το μυαλό μου στον πρώην μου. Κάθε βράδυ στην προσευχή μου τον ανέφερα.
Σε μια συζήτησή μας μίλησα στον άντρα μου για εκείνον. Πόσο πολύ αγαπιόμασταν, πόσο πολύ με φρόντιζε και πολλά άλλα πράγματα. Έβλεπα ότι τα λόγια μου τον πλήγωναν και τον έκαναν να νιώθει άβολα, αλλά συνέχιζα.
Συχνά τσακωνόμασταν για αυτόν τον λόγο, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να αποδεχτεί το παρελθόν μου και εμένα.
Συχνά του έδειχνα φωτογραφίες του πρώην μου και δικές μου από το λάπτοπ και προσποιούμουν ότι του τις έδειξα κατά λάθος. Ήμουν κολλημένη μαζί του, αλλά ο άντρας μου δεν έφταιγε σε τίποτα να του το κάνω όλο αυτό. Πιο πολύ ήθελα να εκδικηθώ τους γονείς μου μέσω του συζύγου μου γι’ αυτό φερόμουν έτσι. Άλλες πάλι φορές τον συνέκρινα με τον πρώην μου, κάτι που τον στεναχωρούσε πολύ.
Κράτησα όλα του τα δώρα και επίσης κράτησα επαφές με όλους του τους φίλους. Μερικές φορές τον έπαιρνα και τηλέφωνο και το έλεγα στον άντρα μου μήνες μετά. Όλα αυτά ενοχλούσαν τον άντρα μου, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Φερόταν σαν να είναι όλα φυσιολογικά.
Μερικές φορές απογοητευόταν και μου ζητούσε διαζύγιο, αλλά λίγο μετά τα ξαναβρίσκαμε και συνεχίζαμε από κει που σταματήσαμε. Το ήθελα το διαζύγιο, δεν σας το κρύβω, αλλά οι γονείς μου είχαν ακόμα μεγάλη επιρροή πάνω μου. Παρόλα αυτά, ο άντρας μου εξακολουθούσε να παλεύει να με κάνει ευτυχισμένη.
Βγαίναμε για φαγητό, πηγαίναμε σινεμά, αλλά συνέχεια ανέφερα επίτηδες κάτι από το παρελθόν μου και του χάλαγα τη διάθεση. Του φερόμουν άσχημα και το χαιρόμουν.
Μια φορά είχαμε πάει σε έναν γάμο και μετά στη δεξίωση παρατήρησα ένα παλικάρι που σέρβιρε, ίδιος ο πρώην μου. Τον φλέρταρε ανοιχτά και ευθέως μπροστά στον άντρα μου, κάτι που τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.
Όταν ο σερβιτόρος έφυγε, είχα το θράσος να πω στον άντρα μου ότι αυτός ο νεαρός ήταν κούκλος και άνετα θα έκανα κάτι μαζί του. Με κοίταγε με γουρλωμένα μάτια.
Αν και δούλευα, ξόδευα σπάνια τα δικά μου χρήματα. «Έτρωγα» τα δικά του. Ξόδευα ασύστολα, αλλά ποτέ δεν είπε το παραμικρό. Την εξοικονόμηση και την αποταμίευση δεν την ήξερα, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε και μου αγόραζε ό, τι ζητούσα.
Σε όλους φαινόμουν ευτυχισμένη, αλλά μέσα μου δεν ήμουν παρά μια αυτοκαταστροφική, που διέλυε σιγά σιγά το γάμο της.
Μετά από ένα χρόνο γάμου οι ευθύνες μου στη δουλειά είχαν διπλασιαστεί, όπως και ο μισθός μου. Αποφάσισα να στρέψω το «παιχνίδι» εναντίον του. Άρχισα να διαμαρτύρομαι στους γονείς μου ότι δεν ήμουν ευχαριστημένη, ότι δεν με φροντίζει και ότι με κακομεταχειρίζεται.
Κάναμε σεξ 2-3 φορές την εβδομάδα και με άγγιζε τόσο απαλά λες και φοβόταν μην σπάσω. Εμένα ωστόσο μου άρεσε το άγριο και σκληρό σεξ. Σε οργασμό δεν έφτασα ποτέ μαζί του.
Δεν είχε καλή σχέση με τους γονείς μου και οι γονείς μου τον μισούσαν για τη συμπεριφορά του απέναντί τους, οπότε όταν εγώ τους είπα όλα αυτά, τους έδωσα την ευκαιρία που χρειάζονταν για να τον αντιμετωπίσουν. Τους χρησιμοποίησα δηλαδή και τους έστρεψα εναντίον ενός ανθρώπου που δεν έφταιγε.
Πίστευα ότι αν οι δικοί μου τον ζόριζαν, θα θύμωνε και θα σηκωνόταν να φύγει. Τα λόγια είχαν κάνει τον πατέρα μου να έχει τη χειρότερη γνώμη για εκείνον και τον κατηγόρησε μάλιστα ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις με άλλες γυναίκες, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε.
Επέλεξα να μη μιλήσω κι ας ήξερα την αλήθεια. Του ζήτησα συναινετικό διαζύγιο, αλλά δεν συμφώνησε. Ευκαιρία να τον τυραννήσω λίγο παραπάνω. Εν τω μεταξύ όσα περισσότερα έλεγα στον πατέρα μου, τόσο φούντωνε και τον «κυνηγούσε».
Του είπα ότι ένας από τους συναδέλφους μου κάθε μέρα μου φέρνει από ένα λουλουδάκι στο γραφείο, ενώ ένας άλλος μου την πέφτει παρόλο που ξέρει ότι είμαι παντρεμένη. Με έβλεπε που ντυνόμουν προκλητικά και δεν μου έλεγε τίποτα. Ήξερε ότι ψαχνόμουν για καυγά και το απέφευγε. Καμιά φορά έβγαινα με τις φίλες μου χωρίς να τον ενημερώσω και τον άφηνα να με ψάχνει όλη νύχτα. Την άλλη μέρα φυσικά ακολουθούσε μέγας καυγάς, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα να τον κάνω να θυμώσει, ίσως και να μου επιτεθεί να με χτυπήσει για να έχω ένα λόγο να πάρω διαζύγιο εις βάρος του. Τον αποκαλούσα «ανίκανο» επειδή δεν μπορούσε να με ικανοποιήσει και δεν κάναμε σεξ κάθε μέρα, ενώ ήμουν εγώ αυτή που δεν του «καθόμουν» κι ας με παρακάλαγε.
Άκουγε υπομονετικά όλα όσα του καταλογίζαμε, όμως ποτέ δεν το εκμεταλλεύτηκε να πει για το παρελθόν μου ή όσα του είχα εκμυστηρευτεί.
Είχα πια πάρει απόφαση ότι ο πρώην μου και εγώ δεν θα γινόμασταν ξανά ζευγάρι.
Λίγους μήνες μετά καταθέσαμε με τους δικούς μου αίτηση διαζυγίου και μήνυση εναντίον του (ψευδώς) για ενδοοικογενειακή βία. Ο πατέρας μου χρησιμοποίησε διάφορες τακτικές και εγώ έπαιξα την κάρτα θύματος. Ξαφνικά η οικογένεια που τόσο μισούσα ήταν ο κόσμος μου όλος και τους αγαπούσα.
Το έπαιζα καλά το ρολάκι μου. Το έπαιζα αβοήθητη και μόνη για να κερδίσω τη λύπηση και τη συμπάθεια συγγενών και φίλων.
Πρόσφατα ο πρώην μου, μου έστειλε μήνυμα ρωτώντας με τί κάνω και πώς τα περνάω στη ζωή μου. Έχω ακόμα συναισθήματα γι’ αυτόν. Το βλέπω. Το ξέρω. Αλλά είναι αργά πια.
Μια ελπίδα τη διατηρώ. Μακάρι να μπορούσα να είμαι μαζί του για το υπόλοιπο της ζωής μου.
Θέλεις να μοιραστείς ανώνυμα τη δική σου ιστορία;
Τη περιμένουμε στο info@singlewoman.gr