Τρίτη πρωί 08:00 στον ανήφορο της Κατεχάκη. Το άτιμο το ξυπνητήρι για κάποιο λόγο δεν χτύπησε, έτσι, για να ξεκινήσει σκ@τα η μέρα μου. Μόλις είδα την περασμένη ώρα, πετάχτηκα στον αέρα. Με το ένα χέρι έπλενα τα δόντια μου και με το άλλο προσπαθούσα να βάλω το παντελόνι μου. Τώρα, αν τα κατάφερα, μη με ρωτήσεις. Κομανέτσι έγινα. Ούτε καφέ δεν πρόλαβα να φτιάξω. Ντύθηκα και εξαφανίστηκα. Το δε μάτι μου έκλεινε. Ούτε το ραδιόφωνο με τον Πλούταρχο τέρμα βοηθούσε, ούτε ο «γκαζοφονιάς», που ξύπνησε μέσα μου, τίποτα. Ποιος το ακούει πρωί πρωί το αφεντικό μου. Δεν είμαστε για απολύσεις μέρες, που είναι.
Πάνω που αρχίσαμε δειλά δειλά να περπατάμε και πιάσαμε την κατηφόρα (πηγαίναμε σημειωτόν στην κατηφόρα, υπ’ όψιν), ένιωσα μια κάποια ανακούφιση. Άντε λέω, είμαι τυχερή, ίσως να μην αργήσω και τόσο. Από μακριά, είδα στο διάζωμα δύο παιδάκια πιασμένα χεράκι χεράκι. Περιμένανε καρτερικά να ανάψει πράσινο το φανάρι τους, να περάσουν απέναντι να πάνε σχολείο. Κοιτούσαν το δρόμο και τα αμάξια με μεγάλη προσοχή, το μεγαλύτερο παιδάκι ένα βήμα μπροστά, για να προστατεύει το μικρότερο. Δεν ήταν και πολύ μικρά, κάπου Α-Β Γυμνασίου το πολύ. Κανένα αμάξι δεν έκανε την κίνηση να σταματήσει να περάσουν. Έτσι φορτωμένα με τις τσαντούλες τους, όπως ήταν, τα λυπήθηκα. Θυμήθηκα τα νιάτα μου, όταν πήγαινα και εγώ σχολείο και φορτωνόμουν κάθε πρωί σαν το γαϊδούρι την τσάντα μου και πήγαινα 2 χιλιόμετρα μακριά.
Η κίνηση πιο κάτω φούντωνε και πάλι, το επόμενο φανάρι δεν το προλάβαινα με τίποτα πράσινο και πίσω μου ο δρόμος ήταν ευθεία (άρα υπήρχε ορατότητα), οπότε από μακριά άρχισα να πατάω σιγά σιγά φρένο, για να αφήσω τα παιδάκια να περάσουν απέναντι, κάτι με το οποίο ο «μπεμβεδάκιας» πίσω μου μάλλον διαφωνούσε. Να τονίσω, πως τα παιδάκια περιμένανε σε πεζοφάναρο και όχι σε φανάρι για αυτοκίνητα και πως κατηφορίζαμε τα αμάξια σημειωτόν, με χαμηλή ταχύτητα λόγω «πήχτρας» αμαξιών.
Φανερά εκνευρισμένος, που έκανα νόημα στα παιδάκια να περάσουν, με πλακώνει στις κόρνες. Τον κοιτάω από τον καθρέφτη, έκανε κάτι νοήματα από μέσα, σαν να χτυπιότανε. Αρχίζω και εγώ τα νοήματα, χωρίς να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, τί θέλει να πει. Πάνω στη σύγχυση και τον εκνευρισμό του, κάνει μια απότομη δεξιά, για να με προσπεράσει, πατάει το γκάζι με δύναμη και περνώντας από δίπλα μου, μου τραβάει μια μούτζα και μου λέει: «Τράβα μωρή να πλύνεις κανένα πιάτο, που μου ΄πιασες και τιμόνι. Άχρηστη!».
Καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς. Αν πω, ότι μου ανάψανε τα λαμπάκια, θα πω ψέματα. Πέταγα ατμούς απο μύτη και αυτιά. Για να μην πω, ότι πήγε να πατήσει και τα παιδιά, που πάνω στην ώρα είχαν κατεβεί από το διάζωμα και ετοιμάζονταν να κόψουν το δρόμο.
Αυτό, που τόση ώρα δεν είχε πετύχει ο Πλούταρχος, το πέτυχε σε μία στιγμή αυτός ο βουτυρομπεμπές. Αυτός, που στο χωριό, που μεγάλωσε, ούτε τα μουλάρια δεν καταδέχονταν να τον κουβαλήσουν στη ράχη τους. Αυτόν, που βρέθηκε κάποια νεόπλουτη, χαζή νύφη με λεφτά να τον παντρευτεί, να τον φέρει στην πρωτεύουσα και να του πάρει BMW με φιμέ τζάμι να σουλατσάρει.
«Θα σε φτιάξω εγώ πιο κάτω, βρε κεφτέ», σκέφτηκα αμέσως. Η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Πιο κάτω τον έπιασε η κίνηση, όπως ήταν αναμενόμενο. Εδώ είμαστε σκέφτηκα. Τώρα ήρθε η ώρα σου. Σαν γυναίκα, που είμαι, με θεώρησε εύκολο στόχο, αδύναμη και άτολμη, οπότε σου λέει, αυτή σιγά, που θα τα βάλει με μένα.
Κατέβηκα απ’ το αμάξι, τον πλησίασα και αμέσως έκλεισε το παράθυρο, γιατί ήξερε, ότι αν το είχε ανοιχτό, θα τον έφτυνα. Και κάπου εκεί, τα έπαιξα όλα για όλα. Του άνοιξα την πόρτα του οδηγού, την οποία για καλή μου τύχη είχε ξεκλείδωτη και έσκυψα προς το μέρος του. «Με ξέρεις και από χτες μικρή Λουλού, για να μου μιλάς έτσι; Αν είσαι εσύ βόιδι, χλιμίτζουρας και καραγκιόζης (δεν θυμάμαι, τί απ’ όλα αυτά είπα), δεν σου φταίνε οι άλλοι. Αυτές τις κουβέντες βρε γιδοτάμπαρο, να πας να τις πεις στη γυναίκα σου, που έκανε το λάθος και σε παντρεύτηκε. Αν πάταγες τα παιδάκια, τί θα γινότανε; Αυτό το σκέφτηκες; Κίνηση έχει, δεν είχες πού να πας. Τόσο πολύ βιαζόσουνα να προλάβεις την κουρ@δόσουπα μην κρυώσει; Άντε γ@μώ την Ευρώπη μου μέσα».
Συνήθως, όταν εκνευρίζομαι, ζαλίζομαι και ψελλίζω. Αυτή τη φορά όμως τα είπα με τόση ευφράδεια και ζήλο, που δεν του άφησα κανένα περιθώριο να αντιδράσει. Σίγουρα δεν περίμενε αυτή την αντίδραση από εμένα, ούτε όμως κι εγώ από τον εαυτό μου. Συνήθως είμαι ψύχραιμη, μέχρι να δω το στραβό και ανάποδο. Και δυστυχώς, το βλέπω συχνά στους ελληνικούς δρόμους, από άντρες και γυναίκες. Από τα άλλα αμάξια με χειροκροτούσανε και πιο πολύ οι γυναίκες. Σε όποιον φυσικά το διηγήθηκα στην πορεία, μου είπε κακώς και δεν πρέπει να αντιδρώ έτσι, γιατί που ξέρεις τί είναι ο άλλος και μην έχει κανένα όπλο και σου τη μπουμπουνίσει. Υπάρχει ένα δίκιο σε αυτό, αλλά εκείνη τη στιγμή σε πνίγει το…γυναικείο σου δίκιο.
Για να έρθουμε τώρα στο δια ταύτα. Αλίμονο αν δεν αφήνουμε τον πεζό (όταν μας παίρνει φυσικά, δεν σου λέω να σταματήσεις στη Συγγρού, που όλοι τρέχουν με 1000) να περάσει το δρόμο, ειδικά σε δρόμο με κίνηση. Τι θα πάθεις αν σταματήσεις 10-20 μέτρα, πριν τον πισινό του μπροστινού σου αμαξιού; Έλεος πια.
Το κλισεδάκι «τράβα να πλύνεις κανένα πιάτο» πρέπει να σταματήσει. Όσο καλοί οδηγοί είστε εσείς τα αγοράκια, άλλο τόσο είμαστε και εμείς. Εξαιρέσεις και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν πολλές. Άντρες, που κάνουν κόντρες σε κεντρικές λεωφόρους σε ώρες αιχμής και γυναίκες, που κρατάνε στο ένα χέρι το τηλέφωνο και το τσιγάρο και στο άλλο τον καφέ και το τιμόνι. Ταχύτητα με ποιο αλλάζουν, δεν ξέρω. Κάποιες κρατάνε ΚΑΙ ένα κραγιόν. Ο καθένας ό, τι μπορεί. Όπως εργάζεστε κι εσείς αγόρια, έτσι εργαζόμαστε κι εμείς και έχουμε την ανάγκη να οδηγήσουμε, για να φτάσουμε στον χώρο εργασίας μας. Έχουμε παιδιά, που τα τρέχουμε όλη μέρα, γονείς, υποχρεώσεις.
Λέγοντας σε κάποια «τράβα μωρή να πλύνεις κανένα πιάτο», τί νομίζεις, ότι πετυχαίνεις; Να την υποτιμήσεις; Να της υπενθυμίσεις, ότι η θέση της είναι στην κουζίνα και δεν είναι ικανή για τίποτα πέρα απ’ αυτό; Μωρέ, τί μας λες; Λάθος στα ‘πανε. Οι γυναίκες είναι ικανότατες και σε πολλές περιπτώσεις, πολύ καλύτερες οδηγοί από εσένα.
Έλληνα άντρα οδηγέ, πάρτο χαμπάρι, ότι η αποκλειστικότητά σου στους δρόμους τελείωσε, γι’ αυτό κοίτα να φτιάξεις λίγο το υφάκι και τη συμπεριφορά σου. Εξευρωπαΐσου λίγο και μάθε να φέρεσαι. Κίνηση είχε και πηγαίναμε σημειωτόν. Σε καθυστέρησα από το να πας 20 μέτρα πιο κάτω. Τόσο τραγικό ήταν, ώστε να κάνεις ολόκληρο σαματά; Αυτή είναι η οδηγική σου συμπεριφορά; Αν ναι, είσαι μεγάλο τομάρι και μάλλον πρέπει να κάτσεις εσύ σπίτι να πλένεις τα πιάτα, πιο πολύ σου ταιριάζει και θα έκανες και πιο ασφαλή τον κόσμο.
Λάθη στο δρόμο γίνονται καθημερινά και από άντρες και από γυναίκες (όχι, δεν θα μας εξιδανικεύσω. Κάνουμε τρελές μπαρούφες οι γυναίκες). Ωστόσο, αν ο κάθε «μπεμβεδάκιας» ανοίγει το στόμα του, το οποίο έχει μόνο, για να τρώει και συμπεριφέρεται έτσι αν μη τι άλλο, τα πιατάκια, οι κατσαρόλες και η ποδιά με τη γατούλα στην κουζίνα του πάνε γάντι.
Γι’ αυτό κορίτσια μην χαμπαριάζετε. Να αντιδράτε. Όταν έχετε δίκιο, να τους τη μπαίνετε στα ίσα. Μην αφήνετε τον κάθε τυχάρπαστο να σας προσβάλλει με αυτό τον τρόπο. Την επόμενη φορά, θυμηθείτε τα λόγια μου. Όσο υπάρχουν τύποι σαν το «μπεμβεδάκια», ο κόσμος είναι καταδικασμένος.