15 Αυγούστου 2015. Έχουν έρθει φίλοι στο σπίτι μας του, να φάμε. Η κατάσταση μεταξύ μας τεταμένη. Έχουμε γυρίσει από διακοπές όπου τις μισές μέρες μαλώναμε. Είχα φτάσει σε σημείο να πηγαίνω για μπάνιο χωρίς αυτόν και το παιδί ή να βρίσκω δικαιολογίες το πρωί να κάνω βόλτες μόνη μου στο νησί, γιατί δεν άντεχα.
Εκείνος μαγειρεύει και εγώ φτιάχνω σαλάτα. Οι φίλοι μας έχουν έρθει και μιλάνε στο σαλόνι. Καθόμαστε να φάμε, η κοπέλα λέει τα καλύτερα για τη σαλάτα μου και εκείνος απαντά με απαξίωση «Αλήθεια σ’ αρέσει αυτή η σαλάτα;». Το φαγητό τελειώνει και βγαίνουμε με τη κοπέλα στη βεράντα να κάνει ένα τσιγάρο. Ρωτά τί μας συμβαίνει και της λέω πως θέλω διαζύγιο. Πως δεν αντέχω άλλο να με βρίζει, να με μειώνει και να με εξευτελίζει. Εκείνος, περνώντας από τη βεράντα, ακούει τη συνομιλία μας και με διαλοστέλνει μπροστά στη κοπέλα, επιβεβαιώνοντας τους λόγους που θέλω να φύγω. Να σωθώ. Το ζευγάρι λίγο αργότερα φεύγει προφασιζόμενο ότι έχει να πάει σε γιορτές. Με τον τρόπο του, έδιωχνε πάντοτε τους πάντες. Όπως έδιωξε κι εμένα.
Εμένα που ένα μήνα μετά από εκείνη την ημέρα και ύστερα από ένα πολύ γερό καυγά, με φωνές και απειλές, έπαιρνα κλαίγοντας στη γραμμή κατά της γυναικείας βίας και φώναζα πως αν δεν τον έπαιρναν από το σπίτι, θα αυτοκτονούσα. Δεν με χτυπούσε έξω μου. Με χτυπούσε όμως αλύπητα μέσα μου. «Άχρηστη» «Ψεύτρα» «Χοντρή» ήταν μόνο μερικά από αυτά που άκουγα καθημερινά, για ασήμαντη αφορμή. Από το πιάτο που κατά τη γνώμη του μπήκε λάθος στο πλυντήριο μέχρι τα ρούχα που δεν διπλώθηκαν «σωστά». Εξευτελισμοί για του ψύλλου το πήδημα και χειραγώγηση του παιδιού ενάντια στη μαμά που «αγαπάει τη δουλειά της πιο πολύ από σένα».
Η ερωτική ζωή; Ένα χάλι. Τέλειωνε αυτός κι εγώ μετέωρη. Συνεχώς.
Δεν ένιωθα τίποτα, είχα ένα χρόνο να τον φιλήσω χωρίς να το καταλάβω.
Μου το είπε μια μέρα με παράπονο.
Είχε και παράπονο…
Έφυγα…
Έφυγα γιατί δεν άντεχα εμένα. Δεν άντεχα αυτό που έγινα μαζί του.
Ένα δυστυχισμένο πλάσμα, χωρίς καμία αγάπη για τον εαυτό του, χωρίς καμία κοινωνική ζωή, να απολογείται για το παραμικρό, να φοβάται να μιλήσει, να φοβάται να τολμήσει, να φοβάται να γελάσει. Να φοβάται, μόνο να φοβάται.
Έφυγα και με παρακαλούσε. Όχι γιατί με αγαπούσε αλλά γιατί δεν ήθελε να χάσει το παιδί από τη καθημερινότητά του.
Ακόμα και τότε, κοιτούσε τον εαυτό του.
Έφυγα και με κατηγόρησε ότι ερωτεύτηκα άλλον.
Ναι ερωτεύτηκα άλλον. Πιάστηκα από όπου βρήκα γιατί χρόνια τώρα, δεν έπαιρνα ούτε έδινα αγάπη.
Κι αυτός ο άλλος ,που δεν ήταν η αιτία παρά μόνο η αφορμή, (νόμιζα πως) μου την έδινε απλόχερα και δεν έβλεπα πως ήταν για μένα η χαριστική βολή.
Μια βολή που -αν και με έφτασε στο πάτο-με βοήθησε να ξεβαλτώσω και να βρω τον εαυτό μου.
Με πολύ μοναξιά, πολλά ξενύχτια, πολύ κλάμα, πολλή άρνηση, πολύ αποχή από τα πάντα.
Αλλά τον βρήκα.
Από τότε όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει πως τον απάτησα.
Ενώ εγώ, αμέσως μόλις απέκτησα αισθήματα για άλλον-και πρίν γίνει οτιδήποτε μαζί του-ζήτησα διαζύγιο.
Ακριβώς για να μην τον απατήσω και μπλεχτούμε περισσότερο.
Γιατί αν ήμουν πονηρή θα’το κανα παράλληλα και έστω και προσωρινά, θα τα’χα όλα.
Μα δεν ήμουν πονηρή. Ήμουν χαζή.
Όπως με αποκαλούσε εκείνος.
Χαζή που πέρναγαν γιορτές, διακοπές και αργίες απ’ τη ζωή μου χωρίς ένα χαμόγελο.
Χωρίς μια καλή κουβέντα.
Χωρίς μια στιγμή που αξίζει να θυμάμαι.
Χωρίς την οικογένεια που ήθελα να κάνω.
Δύο χρόνια μετά, είμαι με έναν άνθρωπο που με πήρε από το χέρι και κάθε μέρα, μου δείχνει από την αρχή, τί θα πει ζωή.
Άρχισα ξανά να βγαίνω, να κάνω έρωτα, να ζω.
Θυμήθηκα τί θα πει γλυκιά κουβέντα, τί θα πει πρωινό αγκαλιά, τί θα πει βόλτα στη θάλασσα, τί θα πει φαγητό σε ταβερνάκι, τί θα πει σινεμά, ποτό, χάδια, τρυφερότητα, παρέα, γέλιο, νοιάξιμο, φροντίδα, αγάπη, συζητήσεις χωρίς φωνές και υστερίες, συγγνώμη και φιλί.
Θυμήθηκα τί θα πει «δεν τρέμω που έρχονται γιορτές» «δεν τρέμω να μείνω μόνη μαζί του» «δεν φοβάμαι ανά πάσα ώρα μη με βρίσει, μη με ταράξει».
Θυμήθηκα τί θα πει αγάπη. Αληθινή αγάπη, βαθιά.
Δεν ξέρω αν θα κρατήσει, πώς, πόσο και γιατί. Δεν ορκίζομαι πια για τίποτα και για κανέναν.
Βλέπεις… όσο μακριά κι αν φεύγεις από τέτοιες καταστάσεις, κάποια κατάλοιπα σου μένουν.
Κι ένα από αυτά, είναι να ζεις μόνο τη στιγμή.
Δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό το διαζύγιο, δεν έκλαψα στιγμή γι’ αυτό το χωρισμό.
Δεν είχα τίποτα να χάσω για να κλάψω.
Για το μόνο που έκλαψα επειδή έχασα, ήταν τον εαυτό μου.
Και τώρα που σιγά-σιγά τον ξαναβρίσκω, εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος αν και με ζωντανές τις μνήμες του, μου φαίνεται τόσο μακρινός.
Σαν να’χουν περάσει δέκα χρόνια.
Όσα με χωρίζουν νοερά από εκείνο το γάμο που δεν ήταν γάμος.
Από εκείνο το Δεκαπενταύγουστο που δεν ήταν ποτέ για μας, γιορτή.