Όσους τοίχους και να υψώσεις.
Όσες άμυνες.
Μπορώ και βλέπω πίσω τους.
Μπορώ κι ακούω λέξεις που δεν βγαίνουν απ’ τα χείλη σου.
Γιατί εγώ είδα σ’ εσένα, ό,τι δεν έβλεπε κανείς.
Γιατί εγώ βρήκα σ’ εσένα αυτό που ούτε εσύ δεν ήξερες πως είχες.
Γιατί εγώ σε κοίμισα στο στήθος μου, στο μέρος της καρδιάς.
Κι εκεί ορκίστηκα να μείνεις.
Εγώ είδα το χαμηλό σου βλέμμα, σε κάθε σου φυγή.
Το πλατύ χαμόγελό σου, σε κάθε σου ερχομό.
Εγώ σου κράτησα το χέρι στο σκοτάδι.
Εγώ σε σκέπασα και σου ψιθύρισα στ’ αυτί πόσο περήφανη ήμουνα για σένα.
Εγώ σε περίμενα πίσω από πόρτες κλειστές.
Πίσω από παράθυρα μισάνοιχτα.
Πίσω από τρίτους που έκαναν τα πάντα για να μας τελειώσουν.
Πάντοτε στα πίσω χωρίς να διαμαρτύρομαι.
Το διάλεξα.
Σε περίμενα διακριτικά κι αθόρυβα.
Αόρατα.
Με μια ματιά, ένα φιλί, ένα χαμόγελο.
Να κουβαλώ αθόρυβα, την εύκολη ταμπέλα που μου φόρεσαν.
Της γκόμενας.
Της δεύτερης.
Της αντροχωρίστρας.
Της π@νας.
Να βλέπω.
Να μαθαίνω.
Να ακούω τέρατα για μένα.
Ακρότητες και ξεπεσμοί να παρελαύνουν μπρος στα μάτια μου.
Να καταπίνω.
Να σωπαίνω.
Να πονώ βαθιά και όμως, να σωπαίνω.
Για σένα.
Για μας…
Εγώ σε ξέρω όπως κανένας δεν σε έμαθε.
Εγώ σε λάτρεψα όπως κανένας δεν σ’ αγάπησε.
Χωρίς απαιτήσεις.
Χωρίς πιέσεις κι ανταλλάγματα που ξαφνικά μου χρέωσες.
Χωρίς να σε εκθέσω ούτε μισή φορά από όλες όσες σου είπαν πως το έκανα.
Μπορεί ο ύπνος να με παίρνει, όταν το κλάμα με εξαντλεί.
Αλλά τουλάχιστον με παίρνει, με τη συνείδησή μου καθαρή.
Πως ήμουν παραπάνω από εντάξει απέναντί σου.
Ο χρόνος εξάλλου όλα κάποτε τα δείχνει.
Κι όσο κι αν κλείσεις τα μάτια, κάποτε θα δεις.
Ας λένε ό,τι θέλουν.
Κι εσύ πες ό,τι θες.
Ό,τι κάνει τον ύπνο σου ευκολότερο, μπορείς να το πιστέψεις.
Μα η αλήθεια είναι μία, τη ξέρεις και τη ξέρω.
Ξέρεις πως δεν θα σε πρόδιδα ποτέ για τίποτα στον κόσμο.
Ξέρω πως μέσα σου έχεις μετανιώσει μα δεν τολμάς να το παραδεχτείς, ούτε στον εαυτό σου.
Κι αυτό θα’ ναι για πάντα βάρος στη συνείδησή σου.
Θα ‘μαι για πάντα βάρος στη συνείδησή σου.
Βλέπω πίσω από σένα, πίσω απ’ τα τείχη που υψώνεις.
Πίσω από τις άμυνές σου, τη τυπική σου καλημέρα, τον κοφτό τόνο της φωνής σου.
Τις βιαστικές σου κλήσεις μην μ’ ακούσεις παραπάνω και «λυγίσεις».
Κι ας είπες πως δεν θες να είμαστε μαζί.
Κι ας πέρασες στο άλλο άκρο, να μην ελπίζω εγώ.
Κατά βάθος φοβάσαι ΕΣΥ να μην ελπίζεις.
Πήρες μια βαριοπούλα και μας γκρέμισες.
Κι εγώ δεν θέλω να με ξαναχτίσω με κανέναν.
Βλέπεις, άργησες να φύγεις και σ’ αγάπησα.
Και θέλω μες στη νύχτα να ξεσπάσω, να ουρλιάξω.
Γαμώ τη μοίρα που σε έφερε στο δρόμο μου και γαμώ το κέρατό μου.
Έρχεται το δίκιο και με πνίγει.
Μα πιάνομαι απ’ τη θηλιά του και κρατιέμαι.
Δεν μου επιτρέπεται εμένα να μιλήσω, δεν μπορώ.
Μόνο εγώ δεν μπορώ.
Κι έτσι από το δίκιο, επιλέγω τη σιγή.
Σε άλλα λόγια, αξιοπρέπεια.
Αυτή που δεν έβαλες στο ζύγι, όταν με μέτραγες μαζί με το σωρό.
Μαζί με όλους όσοι δεν νοιάστηκαν ποτέ τι θες εσύ.
Και όμως είναι στη ζωή σου.
Κι εγώ που αγκάλιασα τα θέλω σου, απ’ έξω.
Αυτό είναι το δίκιο σου.
Ξέρω πως δεν πιστεύεις λέξη από τα ψέματα που έφτιαξες για μένα.
Μα κάπως πρέπει να κοιμάσαι «ήσυχος» τα βράδια.
Εσύ και το αλλοθί σου.
Πως εγώ ήμουν το κακό σπυρί στην «ήρεμη» ζωή σου.
Αν είναι έτσι, ναι , να τους πιστέψεις.
Όλα τα ψέματα του κόσμου, είναι «αλήθεια».
Αρκεί εσύ να΄σαι καλά.
Αρκεί εσύ να΄σαι καλά.
Αρκεί εσύ να΄σαι καλά.
Χιλιάδες φορές μπορώ να σου το πω, να το πιστέψεις.
Είσαι καλά μ’ αυτά που διάλεξες.
Κοιμήσου.
Νίκη
Θέλεις να μοιραστείς ανώνυμα τη δική σου ιστορία;
Τη περιμένουμε στο info@singlewoman.gr