Μια γυναίκα περιμένει σε όλη της τη ζωή τη στιγμή, που θα ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας με το υπέροχο νυφικό της. Στα 20 της, είχε αρκετούς, που τη γούσταραν, αλλά δεν ήθελε γάμους και τέτοια, οπότε δεν έδινε σημασία. Οι άντρες σκέφτονταν, ότι «το παίζει δύσκολη”, για να την κυνηγούν. Έτσι, με την αδιαφορία της, κέρδιζε την προσοχή τους όλο και περισσότερο. Στη συνέχεια, όμως, έπιασε τα 30 και οι επιτυχίες της στους άνδρες έγιναν λιγότερες…και σύντομα, δεν υπήρχε ούτε ένας, που να τη θέλει. Η σκέψη, ότι φθάνει τα 35 χωρίς τον ιδανικό σύντροφο στο πλευρό της, της προκαλεί τρέλα και κάπου εκεί αρχίζει η κατάθλιψη, η απελπισία και οι κινήσεις πανικού.
Μία γυναίκα, η Στέλλα εξομολογήθηκε, πώς αυτές οι σκέψεις την έκαναν ευάλωτη και έπεσε σε μια παγίδα, που άλλαξε τη ζωή της. Ερωτεύτηκε, αγάπησε, ατύχησε, και τώρα θέλει να μοιραστεί την ιστορία της με άλλες γυναίκες, ώστε να μην υποστούν τα ίδια.
Όλα ξεκίνησαν μια μέρα στο Facebook. Έλαβε ένα αίτημα φιλίας από κάποιον «Στέφανο», τον οποίο δεν γνώριζε, αλλά αποδέχτηκε το αίτημά του, θεωρώντας, ότι ίσως ήταν κάποιος παλιός συμμαθητής από το λύκειο. «Υπό άλλες συνθήκες, θα μου την «έδινε» το κλισέ μηνυματάκι «Ευχαριστώ, που με πρόσθεσες», αλλά λίγο η τέλεια φωτογραφία στο προφίλ του, λίγο η αναλογία ανδρών και γυναικών, που είναι 1:3, χάρηκα και δέχτηκα το αίτημά του», λέει η Στέλλα.
Δύο μέρες, αφού έγιναν φίλοι στο Facebook, η Στέλλα και ο Στέφανος αντάλλαξαν τηλέφωνα. Τα e-mail και τα ερωτικά μηνύματα στο messenger έπεφταν βροχή. Κάθε βράδυ μιλούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και ο Στέφανος δεν έλεγε τίποτε άλλο, παρά πόσο την αγαπούσε. Κάθε πρωί ξυπνούσε με τα μηνύματά του. «Με εντυπωσίασε. Ήταν ένα σπάνιο είδος άνδρα. Με «έριξε» με την προσοχή και τα γλυκά του λόγια. Ένιωθα, σαν τη Σταχτοπούτα. Ήταν σαν ένα όνειρο, που έγινε πραγματικότητα, σαν να εισακούστηκαν οι προσευχές μου. Πόσες φορές είχα προσευχηθεί και ζητούσα ένα σύζυγο…μάλλον, ο Θεός με άκουσε», λέει η Στέλλα, σχεδόν γελώντας με τον εαυτό της.
Θυμάται, ότι στο πρώτο τους ραντεβού, 12 μέρες ακριβώς μετά το αίτημα φιλίας, ο Στέφανος εμφανίστηκε στη δουλειά της με μια μαύρη BMW στις 5, την ώρα, που σχόλαγε. «Είχα δικό μου αυτοκίνητο, αλλά ο Στέφανος με είχε ειδοποιήσει από πριν, ότι θα περάσει να με πάρει στο σχόλασμα, γι’ αυτό πήρα το λεωφορείο εκείνη τη μέρα». Η Στέλλα εργαζόταν σε μεγάλη, πολυεθνική εταιρεία και κατείχε διευθυντική θέση. Είχε μεγάλο κύρος και πολλές ευθύνες. Οι συνεργάτες και οι συνάδελφοί της τη σέβονταν και την αγαπούσαν και ήταν μέντορας για τους περισσότερους.
«Μεταξύ μας, ήταν κούκλος. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά αν και τον είχα ήδη δει νωρίτερα σε φωτογραφίες. Ήταν σαν να τον γνώριζα από παλιά. Του είχα ανοιχτεί και τον είχα βάλει στη ζωή μου», λέει η Στέλλα.
Εκείνο το βράδυ, ο Στέφανος την πήγε για φαγητό σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο και φρόντισε να την κάνει να νιώθει βασίλισσα. «Ο Στέφανος μου είπε, ότι μεγάλωσε στο Βερολίνο, αλλά ταξίδευε συνέχεια στην Αθήνα για δουλειές. Κάθε φορά, που ερχόταν συναντιόμασταν και ήταν σαν να ήμασταν μαζί από πάντα», λέει.
Ξετρελαμένη, η Στέλλα άρχισε να ζητάει από το Στέφανο να γνωρίσει τους γονείς και τους φίλους του. Αλλά τα σχέδιά τους συνεχίζονταν να αναβάλλονται λόγω «απροόπτων» meeting ή οικογενειακών ζητημάτων, τα οποία έπρεπε να ο ίδιος να φροντίσει, καθώς αυτός συντηρούσε την οικογένειά του.
«Όλες αυτές οι ατυχίες ποτέ δεν μου προκάλεσαν υποψίες. Ήμουν ερωτευμένη και όπως λένε, o έρωτας είναι τυφλός», λέει.
Στις τρεις εβδομάδες «σχέσης», η Στέλλα γνώρισε στο Στέφανο τους στενούς της φίλους και σχεδίαζε να του γνωρίσει και την οικογένειά της. Η Στέλλα θα τον φιλοξενούσε στο σπίτι της, όταν αυτός ερχόταν Αθήνα. Του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της και του έδινε ακόμη και το αυτοκίνητό της, για να μετακινείται. Ο σοφέρ της εταιρείας, που εργαζόταν ο Στέφανος έτρεχε μονίμως για δουλειές της εταιρείας με το αυτοκίνητό του, όταν βρισκόταν στην Αθήνα, οπότε εκείνος έμενε χωρίς αμάξι συχνά», εξηγεί η Στέλλα.
Στον πρώτο μήνα σχέσης, τη μέρα, που η Στέλλα σχεδίαζε να τον γνωρίσει στους γονείς της, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη.
«Ένα απόγευμα, ο Στέφανος πέρασε από το γραφείο μου, καθώς πήγαινε στο αεροδρόμιο, για να παραλάβει ένα στέλεχος της εταιρείας, που ερχόταν από το Χονγκ Κονγκ. Είπε, ότι το τηλέφωνό του είχε μείνει από μπαταρία και έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί του μετά την προσγείωση», διηγείται η Στέλλα.
«Ζήτησε να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό μου αλλά και το λάπτοπ μου, καθώς είχε αφήσει στην εταιρεία το δικό του για μια συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, που το χρειαζόταν για μια παρουσίαση PowerPoint. Έπρεπε να στείλει κάποια e-mail, καθώς περίμενε στο αεροδρόμιο. Χαζή και ερωτευμένη εγώ, τον βοήθησα με χαρά και έφυγε τρέχοντας για το αεροδρόμιο μαζί με το κινητό και το λάπτοπ μου. Στην τελική, ήταν μόνο για μία ώρα. Αλλά 3 ώρες αργότερα, ο Στέφανος άφαντος.
«Δεν πανικοβλήθηκα αρχικά, επειδή σκέφτηκα, ότι ίσως το τηλέφωνό μου είχε μείνει κι αυτό από μπαταρία… ότι, ίσως αποφάσισε να γυρίσει εσπευσμένα πίσω στην εταιρεία του για τη συνάντηση, που είχε αφήσει στη μέση. Άρχισα να πανικοβάλλομαι, όταν ήρθε η ώρα να σχολάσω και ακόμα δεν είχα κανένα νέο του. Φοβόμουν, ότι ίσως κάτι κακό του είχε συμβεί», λέει.
Δεν ήξερε, πού να καλέσει και να ρωτήσει, γιατί δεν ήξερε κανέναν από τους φίλους του – είχε μονάχα μιλήσει μαζί τους στο τηλέφωνο. «Έφυγα από το γραφείο και γύρισα σπίτι. Δεν ήμουν καλά, αλλά δεν έδωσα σημασία», λέει.
«Όταν άνοιξα την πόρτα, κάτι με «χάλασε». Καθώς προχωρούσα προς τα μέσα, δεν θα έλεγα, ότι το σπίτι ήταν ακατάστατο, αλλά κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Άφησα την τσάντα μου και πήγα στην κουζίνα για νερό και εκεί αντιλήφθηκα, ότι το ψυγείο μου είχε κάνει φτερά. Πανικόβλητη κοίταξα γύρω μου. Έλειπε ο φούρνος μικροκυμάτων, η τηλεόραση και το πλυντήριο», λέει.
Ήταν ξεκάθαρο, ότι την είχαν ληστέψει και το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να καλέσει το Στέφανο, για να τον ρωτήσει, τί να κάνει. Θυμήθηκε, ότι δεν είχε τηλέφωνο, γι’ αυτό του άφησε ένα πρόχειρο σημείωμα σε περίπτωση, που επέστρεφε και την αναζητούσε και πήγε στην αστυνομία, για να καταγγείλει τη κλοπή. «Ήμουν ακόμη σοκαρισμένη και συνέχιζα να πιστεύω, ότι ο Στέφανος θα γύριζε. Συνέχιζα να ελπίζω, ότι η ληστεία ήταν απλώς μια σύμπτωση και ότι ο άνδρας των ονείρων μου δεν εξαφανίστηκε κλέβοντας τα πράγματά μου» λέει.
Δύο μέρες μετά, πουθενά ο Στέφανος. Είχε διαγράψει το λογαριασμό του στο Facebook. «Ανακάλυψα, ότι οι κάρτες μου έλειπαν από το συρτάρι μου. Μέχρι να προλάβω να καλέσω την τράπεζα, μου είχε «φάει» 50.000 ευρώ. Τότε, πήρα χαμπάρι, ότι ο Στέφανος το είχε από πριν σχεδιάσει και τόσο καιρό με δούλευε», λέει η Στέλλα. Μέσα σε ένα μήνα, είχε χάσει σχεδόν τα πάντα.
Η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήρθε σε επαφή με έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, για να τη βοηθήσει να τον εντοπίσει. Παρόλο, που η κατάσταση ήταν ντροπιαστική, του ανοίχτηκε και της είπε, ότι δεν ήταν η πρώτη γυναίκα, που κατήγγειλε τέτοιο περιστατικό. Ήταν σαν μια συμφωνία μεταξύ ανδρών να βρίσκουν μόνες, πετυχημένες γυναίκες μέσω διαδικτύου, για να τις εκμεταλλευτούν οικονομικά.
Τρεις εβδομάδες μετά, είχε ξοδέψει αρκετές χιλιάδες ευρώ σε ντετέκτιβ και παρακολουθήσεις – ένας λόγος παραπάνω, για να σταματήσει το ψάξιμο. Σκέφτηκε να ανεβάσει φωτογραφία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά αυτό δεν γινόταν, μιας και ο Στέφανος της είχε κλέψει κινητό και λάπτοπ. Δεν είχε πουθενά φωτογραφία του, για να ανεβάσει. Μέχρι σήμερα, μετανιώνει, που δεν έσωσε τις φωτογραφίες του κάπου αλλού.
Μια άλλη γυναίκα, η Γεωργία μας αφηγείται τη δική της παρόμοια ιστορία. «Μια μέρα έλαβε ένα μήνυμα από ένα άγνωστο νούμερο. Έγραφε: «Γεια σου Πόπη μου, τί κάνεις; Καιρό έχουμε να τα πούμε. Σε βλέπω στο Facebook, όσο πας κι ομορφαίνεις. Τί σου φταίμε κι εμείς τα άμοιρα τα αγοράκια να μας κάνεις τέτοιο κακό;». Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά, που κάποιος μου έκανε κοπλιμέντα, αλλά διαβάζοντάς το και μία δεύτερη φορά, πρόσεξα καλύτερα, ότι το μήνυμά του δεν απευθυνόταν σε μένα, αλλά σε κάποια Πόπη. Δεν θα με χάλαγε να είμαι αυτή η Πόπη», λέει η Γεωργία.
«Ρώτησα ποιος ήταν, λέγοντας, ότι δεν είμαι η Πόπη. Ο αποστολέας συστήθηκε κανονικότατα με το ονοματεπώνυμό του και ζήτησε συγνώμη για το λάθος του. Τί τζέντλεμαν, σκέφτηκα. Προφανώς, ήθελε να στείλει σε κάποια φίλη του και έγραψε λάθος τον αριθμό της. Αυτό το φαινομενικά «αθώο» λάθος του έγινε η αφορμή να αρχίσουμε να τα λέμε σε καθημερινή βάση».
«Τον έψαξα στο Facebook και ήταν, όπως τον περίμενα: ψηλός, μυστηριώδης και όμορφος. Μέσα σε δύο βδομάδες νιώθαμε ήδη ερωτευμένοι και σχεδιάζαμε να βρεθούμε επιτέλους από κοντά», διηγείται η Γεωργία. Ο Μάρκος (έτσι τον έλεγαν), ηλεκτρολόγος μηχανικός σε μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών, ποτέ δεν με απογοήτευσε στον ερωτικό τομέα. Ήξερε, τί να κάνει και πώς να το κάνει. Ήξερε, τί να πει και πότε να το πει. Μου είχε κλέψει την καρδιά», λέει η Γεωργία. Παρεμπιπτόντως, η Γεωργία είχε μόλις κλείσει τα 32. Ο Μάρκος είχε ήδη αρπάξει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί μία ακόμα αθώα, μόνη και πετυχημένη γυναίκα.
Ένα απόγευμα, ένα όμορφα τυλιγμένο πακέτο έφτασε για εκείνη στη δουλειά της. Χαμογελούσε, καθώς το άνοιγε, γιατί ήξερε καλά, ότι ο Μάρκος το είχε κάνει το θαύμα του και πάλι. Δεν έκανε λάθος. Μόλις το άνοιξε, το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ήταν ένα ζευγάρι σέξι εσώρουχα και χρυσά σκουλαρίκια με ασορτί κολιέ, όλα από το Μάρκο…ένα καθυστερημένο δώρο γενεθλίων.
«Όσο κι αν προσπαθούσα να μην τον ερωτευτώ, δεν μπορούσα να του αντισταθώ», λέει η Γεωργία. Είχε μόλις βγει από μια βίαιη σχέση, που της άφησε πολλά τραύματα, ψυχολογικά και σωματικά. Μια σχέση, που άρχισε σε ένα λεωφορείο, κράτησε λιγότερο από έξι μήνες και τελείωσε στο νοσοκομείο. Θυμήθηκε, πόσο ευτυχισμένη ήταν, όταν γνώρισε τον πρώην της. Τουλάχιστον σταμάτησε η πίεση από τους γονείς της, ειδικά τώρα, που η μικρότερη αδελφή της ανακοίνωσε, ότι θα παντρευόταν. Μετάνιωσε, που βιάστηκε να μπει σ’ αυτή τη σχέση και δεσμεύθηκε να μην ξανακάνει ποτέ το ίδιο λάθος. Αλλά το έκανε. Ερωτεύτηκε κάποιον, που μόλις γνώρισε. Ο έρωτας την έκανε να ξεχάσει όλα, όσα τράβηξε και είχε το μυαλό της μονάχα στο Μάρκο.
«Όταν έφτασε η μέρα του πρώτου μας ραντεβού, ντύθηκα σαν μοντέλο. Στην τελική, επρόκειτο να συναντήσω τον «γοητευτικό μου πρίγκιπα». Πήρα ταξί, για να με πάει στο σημείο συνάντησης. Έπρεπε να κάνω μια πολύ καλή πρώτη εντύπωση», λέει η Γεωργία. Ο Μάρκος είχε προτείνει να συναντηθούν έξω από μία έκθεση σχετική με αγοραπωλησίες ακινήτων. Της είχε πει, ότι σκόπευε να αγοράσει σπίτι. «Τί καλύτερο από έναν άντρα με στόχους;», εξομολογείται η Γεωργία. Κοίταξαν τα σπίτια, που ήταν σε προσφορά και μετά ο Μάρκος την πήγε για φαγητό σε ένα πολύ ακριβό εστιατόριο στο κέντρο.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο Μάρκος άρχισε τα τηλεφωνήματα. Φαινόταν ενοχλημένος με κάποιον, από τον οποίο περίμενε κάποια απάντηση, αλλά εκείνος είχε αργήσει να του τη δώσει. Η Γεωργία δεν ασχολήθηκε καν. Μια ώρα μετά, ένας άντρας πλησίασε το τραπέζι τους και ζήτησε από το Μάρκο συγγνώμη για την καθυστέρηση. Έκατσε μαζί τους κανένα δεκάλεπτο, πριν αποχωρήσει η Γεωργία. Ο Μάρκος της ζήτησε να μείνει λίγο ακόμα, μιας και δεν θα συζητούσαν προσωπικά θέματα.
Στη συνέχεια, έδωσε στον άνθρωπο αυτό ένα πακέτο καλά τυλιγμένο και εκείνος του έδωσε μια επιταγή 200.000 ευρώ. Έτριβα τα μάτια μου με το ποσό, αλλά δεν έδωσα περαιτέρω σημασία. Η συναλλαγή ήταν πολύ γρήγορη και οι δύο άνδρες χωρίστηκαν. Ο Μάρκος δεν έδωσε πολλές εξηγήσεις στη Γεωργία, παρά μόνο, ότι ήταν στην αρχή ενός μεγάλου, επαγγελματικού ανοίγματος.
Μου είπε, ότι δραστηριοποιούνταν στον τομέα των καλλυντικών και ότι είχε ανακαλύψει μια αντιγηραντική ουσία, που όταν θα έβγαινε στην αγορά, θα έκανε θραύση. Το γνώριζαν ελάχιστα άτομα, δεν ήθελε να μαθευτεί ακόμα. Ο άνθρωπος εκείνος ήταν συνέταιρός του. Στη συνέχεια, της πρότεινε μάλιστα να γίνουν και οι ίδιοι συνέταιροι χωρίς κανένα αντάλλαγμα. «Ποτέ δεν πίστευα, ότι ο έρωτας θα με τύφλωνε τόσο. Ήταν ηλίου φαεινότερον, ότι με κορόιδευε μέσα στα μούτρα, ότι κάτι παιζόταν, αλλά εγώ δεν πήρα χαμπάρι τίποτα. Υποψίες μηδέν. Ποιος γίνεται σήμερα συνέταιρος χωρίς να βάλει μερίδιο; Τζάμπα η μόρφωση και η καλή μου δουλειά». Η Γεωργία εκείνες τις μέρες μόνο, που δεν πέταγε από τη χαρά της με την ιδέα της ένταξής της στη νέα επιχείρηση και μάλιστα στο πλευρό του αγαπημένου της. Ο Μάρκος, από την άλλη, μία εμφανιζόταν, μία χανόταν.
«Περίμενα πώς και πώς να με καλέσει ο Μάρκος να αναλάβω τη θέση μου πλάι του στη νέα του επιχείρηση», λέει. Όσο ήταν παρών, ανταλλάσσανε ερωτικά μηνύματα και μίλαγαν ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο στήνοντας την επιχείρηση και κάνοντας όνειρα. Η Γεωργία είχε βρει τον τέλειο άντρα γι’ αυτήν.
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Μάρκος την πήρε τηλέφωνο και της είπε, ότι έπρεπε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτες ύλες, συνεργάτες, διαφημιστικές καμπάνιες και διάφορα τέτοια. Παρόλο, που κατείχε καλά το νόημα των επιχειρήσεων, ο Μάρκος ήταν ένας άνθρωπος καλά διαβασμένος, που δεν της άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Τελικά, τη ρώτησε, αν ενδιαφερόταν να ταξιδέψουν μαζί και το καλύτερο; Αν εξακολουθούσε να θέλει και εκείνη ακόμα να γίνουν συνέταιροι, έπρεπε να του δώσει 30.000 ευρώ για το ξεκίνημα. «Ήξερα, ότι δεν μπορούσα να ταξιδέψω μαζί του λόγω δουλειάς, αλλά τα 30.000 τα έδωσα χωρίς δεύτερη σκέψη», λέει. «Οικτίρω τον εαυτό μου, που υπήρξα τόσο αφελής με κάποιον, που ήξερα τόσο λίγο και με «έπαιζε» κατά πώς ήθελε».
«Υποσχέθηκα να του στείλω 30.000 ευρώ την ίδια κιόλας μέρα. Είχαμε συμφωνήσει να του τα στείλω μέσω τραπέζης, αλλά εμφανίστηκε εκείνο το βράδυ σπίτι μου, φάγαμε και μου τα ζήτησε στο χέρι», λέει.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά, που τον είδε. «Εκείνο το βράδυ, προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του μέσω μηνυμάτων, όπως κάναμε κάθε βράδυ, αλλά δεν μου απάντησε», λέει. Την είχε βάλει στην απόρριψη. Δύο μέρες μετά κι ενώ το ίδιο βιολί συνεχιζόταν, «μάζεψα τα μυαλά μου και συνειδητοποίησα, ότι είχα εξαπατηθεί. Έπρεπε να του σκάσω 30.000, για να το καταλάβω», λέει.
Οι προσπάθειές της να τον εντοπίσει μέσω Αστυνομίας ήταν μάταιες, αφού είχε απενεργοποιήσει τον αριθμό, που χρησιμοποιούσε. «Δεν είχα καμία απόδειξη, ότι του είχα δώσει τα χρήματα. Αυτό το έκανε ακόμα πιο δύσκολο», λέει. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τότε, που συνέβη και ακόμα τίποτα. Κάθε φορά πέφτει σε έναν τοίχο, όμως συνεχίζει να ξοδεύει χρήματα στην προσπάθειά της να τον εντοπίσει. Για ακόμη μια φορά ο έρωτας την είχε πληγώσει..ακριβά….